Τον Αλεσάντρο Μπαρίκκο τον πρωτογνώρισα με το «Μετάξι» που το είχα διαβάσει στα ιταλικά – χρόνια πριν, την περίοδο που προσπαθούσα να εξοικειωθώ με τη γλώσσα – και με μάγεψε.
Στον «Ωκεανό», που κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗΣ σε μετάφραση Λένας Ταχμαζίδου, η δύναμη και η ομορφιά της γλώσσας του, μαζί με το λεπτό του χιούμορ δικαιώνουν την επιλογή του αναγνώστη από τις πρώτες σελίδες.
Σ’ένα πανδοχείο σε μια άγνωστη ακτή, σ’ ένα μέρος που σχεδόν δεν υπάρχει, συναντιούνται έξι ταξιδιώτες των οποίων οι μοίρες αλληλοεπιδρούν και συνθέτουν μια αινιγματική μαγική ιστορία.
Ο καθηγητής Μπαρτλμπουμ προσπαθεί να βρει το τέλος της θάλασσας και κάθε βράδυ γράφει γράμματα στη γυναίκα που αγαπάει, τα οποία κρατάει κλεισμένα σ’ ένα κουτί, σίγουρος ότι σύντομα θα μπορέσει να τα παραδώσει. Ο ζωγράφος Πλασσόν ζωγραφίζει τη θάλασσα βυθίζοντας το πινέλο του σ’ένα τάσι με θαλασσινό νερό. Η πανέμορφη Ανν Ντεβεριά έχει έρθει κοντά στη θάλασσα με προτροπή του συζύγου της για να ξεχάσει τον εραστή της. Η γλυκιά, ευαίσθητη Έλσγουιν, συνοδευόμενη από τον ιερέα Πλους προσπαθεί να θεραπευθεί από μια μυστηριώδη ασθένεια και ο Άνταμς, ένας αινιγματικός ναυτικός, προσηλωμένος στην εκδίκηση. Αυτοί είναι οι πελάτες του πανδοχείου Αλμάγερ και δεν είναι καθόλου τυχαία η συνάντησή τους. Η ιστορία του καθενός εμπλέκεται με τις ιστορίες των άλλων που ξεδιπλώνονται σε μια ατμόσφαιρα που έχει την ασάφεια βασιλείου παραμυθιού. Χωρισμένο σε τρία μέρη, το βιβλίο (Πανδοχείο Αλμάγερ – Τα σωθικά της θάλασσας – Οι ύμνοι της επιστροφής) έχει κοινό στοιχείο όλων των ιστοριών την παρουσία της θάλασσας, άλλοτε σαν πηγή τρόμου, άλλοτε σαν δύναμη και άλλοτε σαν γιατρικό και μυστήριο.
Ακόμα και τώρα, στη γη του Κέργουολ, όλοι αφηγούνται εκείνο το ταξίδι, καθένας με το δικό του τρόπο. Όλοι χωρίς να το έχουν δει ποτέ. Μα δεν έχει σημασία. Δεν θα πάψουν ποτέ να το αφηγούνται. Προκειμένου να μην μπορέσει κανείς να ξεχάσει το πόσο όμορφο θα ήταν αν, για κάθε θάλασσα που μας περιμένει, υπήρχε κι ένα ποτάμι για μας. Και κάποιος – ένας πατέρας, ένας έρωτας, κάποιος – ικανός να μας πάρει από το χέρι και να βρει αυτό το ποτάμι – να το φανταστεί, να το επινοήσει – και να μας ακουμπήσει πάνω στο ρεύμα του με την ελαφράδα μιας και μόνο λέξης, αντίο. Αυτό, πράγματι, θα ήταν θαυμάσιο. Θα ήταν γλυκιά η ζωή, οποιαδήποτε ζωή. Και τα πράγματα δε θα έκαναν κακό, αλλά θα πλησίαζαν φερμένα από το ρεύμα, θα μπορούσες πρώτα να τα αγγίξεις με τα ακροδάχτυλα και ύστερα να τα πιάσεις, και μόνο στο τέλος να τ’ αφήσεις να σ’ αγγίξουν. Να τ’ αφήσεις να σε πληγώσουν επίσης. Να πεθάνεις. Δεν έχει σημασία. Όλα θα ήταν στο τέλος ανθρώπινα. Θα αρκούσε η φαντασία κάποιου – ενός πατέρα, ενός έρωτα, κάποιου. Εκείνος θα ήξερε να επινοήσει ένα δρόμο εδώ, καταμεσής αυτής της σιωπής, αυτής της γης που δε θέλει να μιλήσει. Δρόμος ήπιος και όμορφος. Ένας δρόμος από δω ως τη θάλασσα. σελ. 57-58

Με νύξεις σε άλλα έργα λογοτεχνικά και μη (το όνομα του πανδοχείου Αλμάγερ είναι πιθανά ένας φόρος τιμής στον Τζόζεφ Κόνραντ ενώ η περιπέτεια του Άνταμς είναι ξεκάθαρα η ιστορία του πλοίου «Μέδουσα» που απεικονίζεται στον πίνακα του Ζερικώ), το μεταμοντέρνο αυτό μυθιστόρημα του Μπαρίκκο είναι μια αλληγορία για τις μυστικές ελπίδες, τους φόβους και τις εμμονές και κρατάει το ενδιαφέρον του αναγνώστη με το λυρικό ύφος και το λεπτό του χιούμορ.
Εκδόσεις : ΠΑΤΑΚΗΣ