ΕΚΑΤΟ ΣΑΒΒΑΤΑ

στις

Στις 23 Ιουλίου 1944, ημέρα Κυριακή, 1.700 άνθρωποι οδηγήθηκαν περπατώντας μέσα από τους έρημους δρόμους της Ρόδου προς το λιμάνι, φορτώθηκαν σε τρία πλοία και οδηγήθηκαν αρχικά στον Πειραιά, στη συνέχεια στις φυλακές του Χαϊδαρίου και τέλος στα τρένα με προορισμό το Άουσβιτς. Οι άνθρωποι αυτοί ήταν όλη η εβραϊκή κοινότητα της Ρόδου. Μια κοινότητα που κατοικούσε στο νησί για περισσότερο από 500 χρόνια.

Λίγοι από αυτούς επέζησαν κι ανάμεσά τους η Στέλλα Λεβή που λίγο πριν συμπληρώσει έναν αιώνα ζωής αποφάσισε να μοιραστεί την ιστορία της με τον συγγραφέα Μάικλ Φρανκ.  Για πάνω από έξι χρόνια, σε εκατό σαββατιάτικες συναντήσεις στο διαμέρισμά της στο Γκρίνουιτς Βίλατζ, η Στέλλα αφηγήθηκε τη ζωή της – τον ζωντανό κόσμο της Juderia πριν από τον πόλεμο, το ασύλληπτο τραύμα του Ολοκαυτώματος και το μετέπειτα ταξίδι της για να ξαναχτίσει τη ζωή της στις Ηνωμένες Πολιτείες. Το αποτέλεσμα αυτών των συναντήσεων είναι το βιβλίο Εκατό Σάββατα’ που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ σε μετάφραση Σπύρου Κουλούρη.

Η κοινότητα των Εβραίων της Ρόδου, οι Ροδεσλί (Rhodesli) -όπως ήταν ο ισπανοεβραϊκός όρος με τον οποίο αυτοαποκαλούντο τα μέλη της κοινότητας- όλοι τους Σεφαραδίτες Εβραίοι που ήρθαν για πρώτη φορά στο νησί μετά την εκδίωξή τους από την Ισπανία στα τέλη του 15ου αιώνα, ζούσαν σε μια γειτονιά δώδεκα οικοδομικών τετραγώνων μέσα στα τείχη της παλιάς πόλης, τη Juderia -όπως λεγόταν η εβραϊκή συνοικία της Ρόδου – μια ζωντανή κοινότητα που έζησε αρμονικά με τους Έλληνες, τους Τούρκους και αργότερα με τους Ιταλούς.

Η Στέλλα Λεβή, το έβδομο παιδί μιας οικογένειας γεννήθηκε σ’ αυτή τη γειτονιά το 1923 και πέρασε τα πρώτα χρόνια της ζωής της ανάμεσα σε θείες, θείους, γιαγιάδες, ξαδέρφια κοντινά και μακρινά, γείτονες που ήταν σαν μέλη της ίδιας οικογένειας, μέσα σε ιστορίες, έθιμα και κανόνες με παλιές ρίζες.

Στις συναντήσεις της με τον συγγραφέα ζωγραφίζει αυτή τη πρώιμη φάση της ζωής της με ζωηρές πινελιές. Ζωντανεύει έναν κόσμο νησιώτικο αλλά και κοσμοπολίτικο, μια πλούσια ταπετσαρία γλωσσών και παραδόσεων που διαμόρφωνε την καθημερινή ζωήΧριστιανών, Εβραίων και Οθωμανών που συμβίωναν στη Ρόδο αρμονικά. Έναν κόσμο που στόλιζε ο ήλιος, η θάλασσα και τα τραγούδια και ακούγεται στον αναγνώστη τόσο αληθινός όσο και ονειρικός.

Η Στέλλα θυμάται τη Τζουντερία με νοσταλγία. Τα σπίτια με τα kortijos (τις κλειστές αυλές), τις  γυναίκες που κεντούσαν κι έλεγαν ιστορίες, τη συναγωγή, το τούρκικο χαμάμ, τα τραγούδια – τα ισπανικά romansas -, τις αμέτρητες παροιμίες, τα φαγητά, την προετοιμασία για το δείπνο του sabbath, τα αρώματα από δενδρολίβανο, λεβάντα, τριαντάφυλλα και απήγανο. Λέει ιστορίες για τις γιαγιάδες της, τη Σάρα Νότρικα τη θεραπεύτρια και τη Μαζαλτώφ Λεβή που οι θρησκευτικές τελετουργίες καθόριζαν την εβδομάδα, τον μήνα, τη ζωή της. Μιλάει για τους γονείς της, τη μοντέρνα στη συμπεριφορά και τη σκέψη μητέρα της Μίριαμ και τον πιο συντηρητικό πατέρα της αλλά και για τα αδέλφια της που σκόρπισαν νωρίς σε όλο τον κόσμο. Τον Μωρίς που έφυγε σε ηλικία 10 ετών για την Αμερική και τον πρωτοσυνάντησε μετά την απελευθέρωση, τη Σέλμα που ταξίδεψε στη Ν. Υόρκη για να παντρευτεί, τη Σάρα που την ακολούθησε, τον Βίκτωρα που έφυγε για το Βελγικό Κογκό, τη Φελίτσε με το μυαλό της διανοούμενης που έφυγε για την Αμερική το 1940 και την  ευαίσθητη Ρενέ που έζησε μαζί της την εμπειρία των στρατοπέδων.

Η Στέλλα Λεβή και ο Μάικλ Φρανκ περνούν αρκετά Σάββατα παρέα μιλώντας για τη ζωή στη Ρόδο. Μιλούν για τα πάρτι, τις φιλίες, τους νεανικούς έρωτες, τους Ιταλούς. Η Στέλλα λέει ότι από μικρή ήθελε μια ζωή πιο γεμάτη από αυτή που θα μπορούσε να της προσφέρει ένα μικρό, απομακρυσμένο από τις πολιτισμικές εξελίξεις, νησί. Αλλά, το 1938, οι ρατσιστικοί νόμοι του Μουσολίνι στέρησαν από τη Στέλλα και τους Εβραίους συνομηλίκους της το δικαίωμα να πηγαίνουν στο σχολείο, να αποκτούν την υπηκοότητα, να πηγαίνουν να σπουδάζουν στην Ιταλία. Αυτή ήταν η αρχή του τέλους για τον κόσμο όπως τον ήξερε μέχρι τότε.

Στα χρόνια που ακολούθησαν ο πόλεμος ρήμαξε την Ευρώπη, αλλά οι Ροδεσλί ζούσαν λες και αγνοούσαν τον κίνδυνο που τους απειλούσε. Στις επίμονες ερωτήσεις του Φρανκ για το τι καταλάβαιναν στην Ρόδο για τον πόλεμο και γι’ αυτό που συνέβαινε στους Ευρωπαίους Εβραίους, η Στέλλα απαντά : ‘Ο πόλεμος γινόταν σε μία Ευρώπη που ήταν πολύ μακριά από εμάς’,  ‘Συνέβαιναν τρομερά πράγματα στους Εβραίους, αλλά φαινόταν πως συνέβαιναν σε ένα κόσμο πολύ μακρινό’ – ‘Ήταν μια τραγωδία για τους Ασκενάζι, αλλά ποιος θα μπορούσε να νοιαστεί για εμάς, ποιόν θα μπορούσαμε να ενοχλούμε εμείς που ζούσαμε τόσο μακριά, στη Ρόδο;’ – ‘Ακόμα κι όταν εκτόπισαν πενήντα χιλιάδες Εβραίους, της Θεσσαλονίκης, κανείς δεν μας ενημέρωσε. Ή μας απέκρυψαν την είδηση. Δεν το ακούσαμε να το λένε στο BBC.’ – ‘Ίσως δεν θέλαμε να ξέρουμε. Δεν μπορούσαμε να επιτρέψουμε στον εαυτό μας να ξέρει.’

Ωστόσο, τον Ιούλιο του 1944 ο ειδυλλιακός κόσμος που γνώριζε η Στέλλα μέχρι τότε, γκρεμίστηκε αμετάκλητα, όταν οι Ναζί απέλασαν ολόκληρο τον εβραϊκό πληθυσμό της Ρόδου, στο Άουσβιτς. Το ταξίδι της Στέλλας στο στρατόπεδο του θανάτου ήταν το μεγαλύτερο από άποψη χρόνου και απόστασης από οποιαδήποτε απέλαση του Ολοκαυτώματος. Το ενενήντα τοις εκατό της κοινότητάς της, συμπεριλαμβανομένου του μεγαλύτερου μέρους της οικογένειάς της, δολοφονήθηκαν με την άφιξή τους στο Άουσβιτς. Δεκαετίες αργότερα  αναρωτιέται ακόμη γιατί όλη αυτή η μανία εναντίον των Εβραίων από έναν λαό που είχε τον Γκαίτε, τον Μπαχ και τον Μέντελσον; ‘Η παραφροσύνη του να συνεχίζεις να εκτοπίζεις ανθρώπους ενώ χάνεις  τον πόλεμο …’

Η Στέλλα περιγράφει με μια ωμή, έντονη ειλικρίνεια τους εννέα οδυνηρούς μήνες  κατά την διάρκεια των οποίων εκείνη και η αδελφή της Ρενέ υπέμειναν τη φρίκη μιας σειράς στρατοπέδων πριν βρεθούν τελικά και ανέλπιστα ελεύθερες. Η ικανότητά της να εστιάζει στη στιγμή, να αρνείται στον εαυτό της σκέψεις για το παρελθόν και σχέδια για το μέλλον, να θέλει μόνο να επιβιώσει στο παρόν, για τον εαυτό της και την οικογένειά της, αναδεικνύεται σε μια σειρά από στιγμιότυπα. Μια ικανότητα που η Στέλλα αναγνωρίζει ως χαρακτηριστικό περισσότερο των γυναικών παρά των ανδρών και που η ίδια ξέρει ότι την κατέχει σε μεγαλύτερο βαθμό από όλες σχεδόν τις άλλες γυναίκες˙ την ικανότητα να τραγουδάει, να γελάει, να οργανώνεται, να αρπάζει κάθε ευκαιρία, να λούζει τα μαλλιά της, να προσαρμόζεται σε συνεχώς νέες συνθήκες. «Η Στέλλα του στρατοπέδου έγινε γρήγορα αγνώριστη σε σχέση με τη Στέλλα της Ρόδου. Φάνηκε σαν μέσα σε μία νύχτα να μεταμορφώθηκε σε κάποια που έκλεβε, εξαπατούσε, συνωμοτούσε, ήταν επιφυλακτική και πονηρή. Έκανε καθημερινά ό,τι περνούσε από το χέρι της για να μπορεί να στέκεται στα πόδια της η ίδια, η αδελφή της και οι φίλες της. «Ήταν σαν να ζούσα χάρη σε ένα ένστικτο επιβίωσης που δεν ήξερα καν ότι είχα μέσα μου».

Η ιστορία της Στέλλας στα στρατόπεδα θανάτου των ναζί είναι σχετικά σύντομη στην οικονομία του βιβλίου, αλλά αρκετά έντονη. Στο κατώφλι των εκατοστών γενεθλίων της αυτή η εξαιρετική γυναίκα αναβιώνει το παρελθόν της χωρίς να κάνει την ανείπωτη εμπειρία των στρατοπέδων το επίκεντρο της ιστορίας της. Συγκεντρωμένη, για να ξεχωρίσει μια συγκεκριμένη στιγμή,  να ανασύρει μια λεπτομέρεια, απορροφημένη και σιωπηλή, λιτή, μιλά  για όσα έζησε για να κρατήσει ζωντανή στη μνήμη των επόμενων γενιών τη Τζουντερία και να μην ξεχαστούν όσοι χάθηκαν τόσο τραγικά.

‘[…]η ταυτότητά μου παραμένει συνδεδεμένη με τη γλώσσα. Τα ισπανοεβραϊκά με βοηθούν πραγματικά να θυμάμαι. Ακούω ένα τραγούδι, μία φράση, μία λέξη και αμέσως αυτό με πηγαίνει πίσω στη Τζουντερία της νιότης μου.’

Με δυσκολία η Στέλλα φτάνει ν’ αφηγηθεί αυτό το κομμάτι της ζωής της. Πολλά από αυτά που έζησε δεν τα είχε πει ποτέ πριν, ούτε καν στον γιο της και στα εγγόνια της˙ αρνήθηκε να υποβιβαστεί σε μάρτυρα του Ολοκαυτώματος.

Όταν φεύγει από τα στρατόπεδα, η Στέλλα είναι είκοσι τριών ετών και έχει ακόμα πολύ ζωή μπροστά της. Επιλέγει να ζήσει στη Νέα Υόρκη, μια πόλη ίσως πιο κατάλληλη από άλλες για να υποδεχτεί ανθρώπους που έχουν πίσω τους διαφορετικές ζωές και εμπειρίες. Πανέξυπνη και ικανή, επινοεί νέα ενδιαφέροντα, έχει μια έντονη κοινωνική ζωή γεμάτη φιλίες, αλλά όχι και μια γαλήνια ή ικανοποιητική οικογενειακή ζωή.

Ο Μάικλ Φρανκ ακολουθεί τη Στέλλα Λεβή σ’ αυτό το επίπονο ταξίδι στο παρελθόν όχι ως απλός ακροατής αλλά ως  έμπιστος φίλος, ρωτώντας τη με σεβασμό, ζητώντας διευκρινίσεις, φωτίζοντας στιγμές, συνδυάζοντας το ιστορικό πλαίσιο και την έρευνα. Δεν καταγράφει απλώς μια ιστορία απώλειας, αλλά επισημαίνει τη διαρκή θέληση για επιβίωση συνδυάζοντας τις αναμνήσεις της Στέλλας με τους δικούς του στοχασμούς, σε μια μοναδική, δυνατή αφήγηση.

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.