Η συλλογή διηγημάτων της Φλάννερυ Ο’Κόννορ (Flannery O’Connor), «Σπάνιο να σου τύχει καλός άνθρωπος», αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα έργα της αμερικανικής λογοτεχνίας του 20ού αιώνα. Μέσα από τη γκροτέσκο/σκοτεινή αισθητική και το οξύ, συχνά βίαιο, χιούμορ, διερευνά βαθιά θεολογικά και ηθικά ζητήματα, θέτοντας στο επίκεντρο την ανθρώπινη αμαρτία και την απρόσμενη εμφάνιση της Θείας Χάριτος.

Η Μαίρη Φλάννερυ Ο’ Κόννορ (1925–1964) γεννήθηκε στον προτεσταντικό Νότο, στη Σαβάνα της Τζόρτζια, σε μια καθολική οικογένεια Ιρλανδικής καταγωγής. Συστηματική αναγνώστρια από μικρή ηλικία, ξεκίνησε δυναμικά την καριέρα της στη συγγραφή παρακολουθώντας το φημισμένο πρόγραμμα δημιουργικής γραφής του Πανεπιστημίου της Αϊόβα όπου ακόμη και σήμερα μνημονεύεται ο ασυνήθιστος συνδυασμός του αδιάφορου χιούμορ και της θεολογικής σοβαρότητάς της. Ενώ εργαζόταν στο πρώτο της μυθιστόρημα, διαγνώστηκε με λύκο (το ίδιο αυτοάνοσο νόσημα από το οποίο πέθανε και ο πατέρας της) και επέστρεψε στο οικογενειακό της αγρόκτημα, την Ανδαλουσία, στο Μίλεντζβιλ, όπου έζησε μέχρι των πρόωρο θάνατό της το 1964. Εκεί έγραψε και το μεγαλύτερο μέρος του μικρού αλλά εξαιρετικά επιδραστικού έργου της.
Η Ο’Κόννορ έγραψε μόνο 2 μυθιστορήματα, το μυθιστόρημα ‘Και βιασταί αρπάζουσιν αυτήν’ που κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις ΑΝΤΙΠΟΔΕΣ και αρκετά διηγήματα για τα οποία έμεινε περισσότερο γνωστή. Η συλλογή των 10 διηγημάτων με τον τίτλο ‘Σπάνιο να σου τύχει καλός άνθρωπος’ (εκδόσεις ΑΝΤΙΠΟΔΕΣ 2025, μετάφραση Ρένα Χατχούτ), πρωτοκυκλοφόρησε το 1955 και καθιέρωσε την Φλάννερι Ο’Κόννορ ως μια από τις πιο ξεχωριστές φωνές της αμερικανικής λογοτεχνίας του 20ού αιώνα.
Ο αναγκαστικός, λόγω της ασθένειάς της, περιορισμός και η καθημερινή επαφή της με την επαρχιακή ζωή του αμερικάνικου Νότου, τις κοινωνικές τάξεις και τον φυλετικό φανατισμό, αποτυπώνονται στα κείμενά της με την απεικόνιση εκκεντρικών χαρακτήρων που καλούνται να αντιμετωπίσουν την πνευματική τους τύφλωση σε σκληρές και συχνά βίαιες συνθήκες. Με εντυπωσιακές περιγραφές, οξείς διαλόγους, σαρδόνιο χιούμορ, αποφεύγοντας όμως τον διδακτισμό, οδηγεί τον αναγνώστη να αναλογιστεί την πιθανότητα χάρης ακόμη και στις πιο σκοτεινές στιγμές.
Οι ιστορίες της διαδραματίζονται σε κουζίνες, σε χωματόδρομους, σε αυτοκίνητα και σε ξεπεσμένες φάρμες του Νότου˙ σκηνικά που λειτουργούν τόσο ως ρεαλιστικά τοπία όσο και ως συμβολικά πεδία ηθικής σύγκρουσης. Σ’ αυτό το πλαίσιο οι χαρακτήρες των διηγημάτων απογυμνώνονται από τις ψευδαισθήσεις τους και φτάνουν στην πνευματική φώτιση μέσω ενός βίαιου περιστατικού που σοκάρει, εκτός από τον ανυποψίαστο ήρωα της ιστορίας και τον απροετοίμαστο αναγνώστη. Και είναι αυτή η αναμέτρηση με τη Θεία Χάρη, τη λύτρωση και το κόστος της πίστης που προσδίδουν στις ιστορίες της το απαράμιλλο βάθος που τις χαρακτηρίζει.

Οι δέκα ιστορίες του βιβλίου της Ο’Κόννορ κινούνται μεταξύ ρεαλισμού και θρησκευτικής αλληγορίας ˙όλες τους παραλλαγές του ίδιου δράματος: χαρακτήρες που προσκολλώνται σε ψευδείς αντιλήψεις περί καλοσύνης, νοημοσύνης ή ελέγχου δέχονται φώτιση που σίγουρα δεν τους αγιοποιεί αλλά φωτίζει καθαρά τα περιγράμματα της λύτρωσής τους. Οι τίτλοι των ιστοριών απηχούν τα κλισέ της ευσέβειας και της κοινής λογικής του Νότου, τα οποία στη συνέχεια καταρρίπτει.
Η Ο’Κόννορ φαίνεται να θεωρεί την υπερηφάνεια την σοβαρότερη ανθρώπινη αμαρτία. Η φευγαλέα συμπόνια της γιαγιάς της ομότιτλης ιστορίας «Σπάνιο να σου τύχει ένας καλός άνθρωπος’, η ταπείνωση της Χούλγκα στο «Καλοί επαρχιώτες» και η εγκατάλειψη του κυρίου Σίφτλετ στο «Η ζωή που σώζεις μπορεί να είναι η δική σου» είναι όλες παραλλαγές του ίδιου θεολογικού δράματος. Ο παραλογισμός της ανθρώπινης υπερηφάνειας φτάνει στα όριά του, με την υποκρισία των κοινωνικών κανόνων να αποκαλύπτεται και τους ήρωες να συναντούν τη φώτιση μέσα από τον πόνο ή ακόμη και την τελευταία στιγμή της ζωής τους. Η χρήση της ειρωνείας εξυπηρετεί το ηθικό όραμα.
Η ομότιτλη ιστορία της συλλογής παραμένει το αριστούργημα ηθικής συμπίεσης της Ο’Κόννορ. Ένα οικογενειακό ταξίδι με αυτοκίνητο στη Φλόριντα καταλήγει σε μια συνάντηση με έναν δολοφόνο γνωστό ως ο Ανισόρροπος. Η γιαγιά της ιστορίας, ματαιόδοξη και συναισθηματική, γεμάτη υποκρισία και επιφανειακή ευσέβεια, πείθει την οικογένειά της να αλλάξει τα σχέδιά της και να μην ταξιδέψει στη Φλόριντα αλλά στο Τενεσί. Φορώντας τα καλύτερα ρούχα της, για να είναι ευπρεπής στην περίπτωση που θα πεθάνει σε ατύχημα, χειραγωγεί τον γιο και τα εγγόνια της, ψεύδεται για ένα κρυφό σπίτι και τους οδηγεί άθελά της σε μια συνάντηση με έναν διαβόητο κατάδικο που δολοφονεί όλη την οικογένεια. Ωστόσο, στις τελευταίες της στιγμές, βιώνει μια ανέλπιστη φώτιση. Απλώνοντας το χέρι της για να αγγίξει τον δολοφόνο και καταρρίπτοντας κάθε κοινωνικό, ηθικό και πνευματικό όριο του λέει «Μα είσαι κι εσύ ένα απ’ τα μωρά μου». Η επακόλουθη δολοφονία της δεν αποτελεί ακύρωση της φώτισής της, αλλά την ολοκλήρωσή της. Η ιδιοφυΐα της Ο’Κόννορ έγκειται στο ότι δεν κάνει αυτή τη στιγμή συναισθηματική αλλά ούτε καθαρά ειρωνική. Η επιφοίτηση της γιαγιάς είναι φευγαλέα και της κοστίζει ακριβά ενώ η απάντηση του δολοφόνου μετά την εκτέλεσή της ότι «Θα ήταν καλή γυναίκα… αν υπήρχε κάποιος να την πυροβολεί κάθε λεπτό της ζωής της» υπογραμμίζει το θέμα της Ο’Κόννορ, την ανάγκη για την κρίση που θα αφυπνίσει την ψυχή.
Στο διήγημα με τίτλο «Ο ποταμός» η Ο’ Κόννορ αναφέρεται σε έναν κόσμο χωρίς Θεό, όπου η αληθινή πνευματική αναζήτηση οδηγεί σε σκληρή κατάληξη. Ο ήρωας αυτής της ιστορίας είναι ένα μικρό αγόρι που πηγαίνει σε ένα βαπτιστικό τελετουργικό στο ποτάμι με τη γυναίκα στην οποία οι άθεοι και αμελείς γονείς του ανέθεσαν να το προσέχει. Εκεί, ο ιεροκήρυκας του λέει ότι με το βάπτισμα θα «λουστεί στον ποταμό του πόνου και θ’ ακολουθήσει τον βαθύ ποταμό της ζωής». Το αγόρι, αναζητώντας την υπόσχεση της σωτηρίας, επιστρέφει μόνο του στο ποτάμι και πνίγεται ελπίζοντας ότι θα φτάσει στον πραγματικό ουρανό.
Στην τελευταία ιστορία της συλλογής με τίτλο «Ο Πρόσφυγας» ένας Πολωνός πρόσφυγας διαταράσσει τις κατεστημένες κοινωνικές και ηθικές αξίες των κατοίκων μιας φάρμας αποκαλύπτοντας φυλετικές και πολιτισμικές προκαταλήψεις. Η απεικόνιση της φιλανθρωπίας, της κοινωνικής δικαιοσύνης και των ορίων της ανθρώπινης κατανόησης στην ιστορία απηχούν την καθολική δέσμευση της Ο’ Κόννορ τόσο στη χάρη όσο και στις σκληρές πραγματικότητες του κόσμου.
H φύση του κακού, η αναζήτηση της λύτρωσης, οι περιορισμοί της ανθρώπινης γνώσης και η σημασία της χάρης βρίσκονται στο επίκεντρο κάθε μιας από τις ιστορίες του βιβλίου που κλείνουν είτε με τον θάνατο είτε με την ταπείνωση των χαρακτήρων οδηγώντας συχνά σε αντικρουόμενες ερμηνείες.
Αν και η Φλάννερυ Ο’ Κόννορ χάθηκε νωρίς, οι ιστορίες της συνεχίζουν να εμπνέουν αλλά και να προκαλούν και η επιρροή της είναι ορατή στο έργο πολλών σύγχρονων συγγραφέων που έχουν διαμορφωθεί από την κληρονομιά της, την ηθική της πολυπλοκότητα και την προθυμία της να καταπιαστεί με δύσκολα και άβολα θέματα.
Πραγματικά ‘άβολα’ τα θέματα της Φλάννερυ O’κοννορ, ίσως και λίγο
κουρασμένα(;) συγκρινόμενα με τα σημερινά γραπτά, αλλά από τον τρόπο που
μας τα παρουσιάζεις φαίνεται να είναι ενδιαφέροντα. Τα παλαιότερα κείμενα
έχουν συχνά πολύ καλές σκέψεις και ιδέες. Προσωπικά θα την διαβάσω κι
ευχαριστώ πολύ για την ενημέρωση. μβ
Μου αρέσει!Μου αρέσει!
Ευχαριστώ για το σχόλιο! Δεν είχα διαβάσει κάτι δικό της πριν από αυτή τη συλλογή και εντυπωσιάστηκα. Είναι αλήθεια ότι το θρησκευτικό πλαίσιο στις ιστορίες της μπορεί να μοιάζει ξεπερασμένο αλλά δεν υπάρχει ούτε ένα από τα διηγήματά της που να μην με ακολουθούσε για μέρες μετά την ανάγνωση. Θαύμασα την οικονομία στη γραφή της, το χιούμορ, τους καλοδουλεμένους χαρακτήρες… Νομίζω ότι θα συμφωνήσεις όταν τη διαβάσεις.
Μου αρέσει!Μου αρέσει!