Ο Χαβιέρ Μαρίας (Javier Marias, 1951-2022), μια από τις σημαντικότερες φωνές της σύγχρονης ισπανικής λογοτεχνίας, στο μυθιστόρημα ‘Μπέρτα Ίσλα’ (εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ, μετάφραση Χριστίνα Θεοδωροπούλου), που πρωτοκυκλοφόρησε το 2017, ξεφεύγει από τα όρια του παραδοσιακού κατασκοπευτικού μυθιστορήματος, επιλέγοντας να εστιάσει όχι στην εξωτερική δράση, αλλά στην εσωτερική φθορά και την απώλεια της ταυτότητας που προκαλεί η μυστικότητα. Αντί για ένταση, καταδιώξεις ή βίαιες σκηνές, το βιβλίο επικεντρώνεται στην ηθική αβεβαιότητα της κατασκοπείας. Παρατηρώντας τη ζωή και την οπτική της ομώνυμης ηρωίδας του, μιας γυναίκας που καλείται να ζήσει με την απουσία και τη σιωπή του συζύγου της, ο συγγραφέας εμβαθύνει σε ζητήματα ταυτότητας και ηθικής αμφισημίας, ακολουθώντας την πορεία ενός γάμου διαβρωμένου από τη σιωπή, τα μυστικά και την αδυναμία να γνωρίσει ο ένας τον άλλον πλήρως.
Η πλοκή του βιβλίου τοποθετείται στο πολιτικό παρελθόν της φρανκικής και της μεταφρανκικής Ισπανίας με το μεγαλύτερο μέρος του να διαδραματίζεται στη Μαδρίτη και το Λονδίνο, ενώ το πραγματικό τοπίο της αφήγησης είναι οι σκέψεις, οι σκιές και οι αναμνήσεις των δύο ηρώων.

Η Μπέρτα Ίσλα και ο Τόμας Νέβινσον, είναι όμορφοι, μορφωμένοι με ξεχωριστές προσωπικότητες και ερωτεύονται από τα σχολικά τους χρόνια. Παντρεύονται στην αρχή της νιότης τους και μπροστά τους φαίνεται να ανοίγεται μια προβλέψιμη, αν και προνομιούχα, ζωή. Ο Τόμας ή Τομάς όπως τον αποκαλεί η Μπέρτα στα ισπανικά, είναι μισός Ισπανός και μισός Άγγλος και διαθέτει ένα ξεχωριστό χάρισμα στις γλώσσες και τη μίμηση. Αυτό το ιδιαίτερο ταλέντο και η διπλή του ταυτότητα καθορίζουν την πορεία του και από φοιτητής στην Οξφόρδη, μετατρέπεται άθελά του σε μυστικό πράκτορα της MI6. Ο Τομάς σταδιακά χάνει το δικαίωμα στην προσωπική του ζωή, αφού η ιδιότητά του τον καθιστά πια κτήμα του κράτους. Τα μυστικά, οι ψεύτικες ταυτότητες, οι συνεχείς μεταμορφώσεις και οι μεγάλες απουσίες δημιουργούν ένα βαθύ χάσμα στον γάμο του, με την Μπέρτα να παραμένει στο σκοτάδι αναγκασμένη να αποδεχτεί μιας σκιώδη, άγνωστη διάσταση στη ζωή του συζύγου της.
Η Μπέρτα Ίσλα, βρίσκεται στο επίκεντρο της αφήγησης. Αν και δεν εμπλέκεται άμεσα στον κόσμο της κατασκοπείας, η ζωή της καθορίζεται από αυτόν. Μετά την ένταξη του Τομάς στην υπηρεσία, η Μπέρτα ζει σε ένα καθεστώς συνεχούς αναμονής, απουσίας και ανασφάλειας. «Υπάρχει κάτι πιο τρομακτικό από την αβεβαιότητα; Όχι η αναμονή κακών νέων, αλλά το να μην ξέρεις αν πρέπει να περιμένεις…” Οι σκέψεις της, η αναλυτική εσωτερική της φωνή που κυριαρχεί στο μυθιστόρημα, φανερώνει το ψυχικό της μαρτύριο. Δεν ξέρει πού βρίσκεται ο άντρας της, τι κάνει, ή αν θα επιστρέψει. Μαθαίνει να ζει με μισές αλήθειες ή ακόμα και λιγότερες, αναγκάζεται να συνυπάρξει με την αβεβαιότητα, την αναμονή και την ηθική αμφισημία της θέσης του Τομάς καθώς εκείνος εξαφανίζεται από τη ζωή της συχνά, με αποκορύφωμα την 12ετή απουσία του κατά την οποία θεωρήθηκε νεκρός. Η ένταση του μυθιστορήματος δεν προκύπτει από περιγραφές κατασκοπικής δράσης, από συγκρούσεις, βία και πολιτική ίντριγκα, αλλά από τον ηθικό και ψυχολογικό αντίκτυπο της εμπλοκής σ’ αυτόν τον κόσμο˙ από τα χρόνια σιωπής, απουσίας και ερωτημάτων ανάμεσα στο ζευγάρι. ‘Για κάμποσο καιρό δεν ήταν σίγουρη αν ο άντρας της ήταν ο άντρας της’.
Και ενώ η υπομονή της Μπέρτα δοκιμάζεται για δεκαετίες, παρακολουθώντας με αγωνία τις αναταραχές της δεκαετίας του 1970 να δίνουν τη θέση τους στον πόλεμο των Φώκλαντ, την πτώση του Τείχους του Βερολίνου και την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, ο Τομάς περιφέρεται στη ζωή της, εξαφανίζεται και επανεμφανίζεται, μια στοιχειωμένη φιγούρα που μας ανοίγει ελάχιστα ένα παράθυρο στη δική του οπτική. Διχασμένος ανάμεσα σε ένα καθήκον και μια ταυτότητα που του έχει επιβληθεί, στερημένος από κάθε προσωπική ελευθερία, χαμένος σε έναν κόσμο όπου η αλήθεια είναι σχετική, θυμίζει περισσότερο μια τραγική μορφή, έναν σύγχρονο Άμλετ, με δανεισμένα μοτίβα τρέλας, μυστικότητας και φασματικής παρουσίας. Εγκλωβισμένος μέσα στις γκρίζες ηθικές ζώνες του κόσμου της κατασκοπείας δεν μπορεί να επιλέξει μία μόνο ταυτότητα και έτσι γίνεται καμία˙ καταδικασμένος για πάντα στη σιωπή, την αβεβαιότητα και την προσποίηση.
“.. είσαι από τα λίγα πράγματα που δεν μου έχουν επιβληθεί, που έχω μπορέσει να επιλέξω ελεύθερα. Σε άλλους τομείς έχω την αίσθηση ότι η μοίρα μου είναι προδιαγεγραμμένη, ότι δεν έχω επιλέξει τόσο εγώ, όσο ότι με έχουν επιλέξει. Εσύ είσαι το μόνο που στ’ αλήθεια είναι δικό μου, το μόνο που ξέρω ότι το θέλησα εγώ.»
Το πέρασμα του χρόνου στη ζωή των ηρώων του μυθιστορήματος είναι αργό, στοχαστικό συσσωρεύεται σαν ίζημα. Η ζωή της Μπέρτα βαραίνει από τα χρόνια αναμονής, από το ανείπωτο, από τις αναμνήσεις για το τι θα μπορούσε να είχε συμβεί.
Το Μπέρτα Ίσλα είναι το προτελευταίο βιβλίο του Μαρίας πριν από τον απρόσμενο θάνατό του το 2022 και συνδέεται με το βιβλίο του που διαβάσαμε πριν από χρόνια, με τίτλο ‘Το πρόσωπο του άλλου’ (εκδόσεις ΣΕΛΑΣ, 2008), που κινείται κι εκείνο στον κόσμο των βρετανικών μυστικών υπηρεσιών. Πολλά από τα θέματα και ορισμένοι από τους χαρακτήρες εκείνου του βιβλίου συναντώνται και στο Μπέρτα Ίσλα. Ο Πήτερ Γουίλερ, ο οποίος στρατολογεί τον Τομάς, και ο αινιγματικός Μπέρτι Τούμπρα, παίζουν σημαντικούς ρόλους και στα δύο βιβλία. Το τελευταίο μυθιστόρημα του Μαρίας έχει το τίτλο ‘Τόμας Νέβινσον’ και δεν έχει κυκλοφορήσει ακόμη στη χώρα μας.

Τα έργα του Μαρίας χαρακτηρίζονται από μακροσκελείς, προτάσεις και εκτενείς παραγράφους, πραγματικούς χείμαρρους πληροφοριών και φιλοσοφικών προσεγγίσεων και το Μπέρτα Ίσλα δεν αποτελεί εξαίρεση. Με αναφορές στον Σαίξπηρ και τον Τ.Σ. Έλιοτ, επικεντρωμένος περισσότερο στα περίπλοκα μονοπάτια και τις άπειρες παρακάμψεις της ανθρώπινης σκέψης, προσπαθώντας να εισχωρήσει στις πιο σκοτεινές σκιές της, ο συγγραφέας αποτυπώνει τη διστακτικότητα, την ανασφάλεια και τη συναισθηματική σύγχυση των ηρώων του. Όπως ακριβώς και η συνείδηση της Μπέρτα, οι προτάσεις του είναι γεμάτες αποχρώσεις, παύσεις, επιφυλάξεις ενώ η γλώσσα του λειτουργεί σαν αντανάκλαση του κόσμου που περιγράφει˙ ενός κόσμου χωρίς βεβαιότητες που μας υπενθυμίζει ότι η πιο ανελέητη μορφή κατασκοπείας είναι εκείνη που ασκείται αθόρυβα – στη συνείδηση, στην ψυχή, και τελικά, στην ίδια την ταυτότητα.
‘Περίμενα μέχρι τον Απρίλιο και τον Μάιο και τον Ιούνιο, και συνέχισα να περιμένω δίχως να κουνήσω ούτε το μικρό μου δαχτυλάκι – κυριολεκτικά : χωρίς να σχηματίσω τον αριθμό του Φόρεϊν Όφις ούτε κανέναν άλλο στην Αγγλία – και τον Ιούλιο και τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο του 1983, και όταν περιμένεις πάρα πολύ, στο τέλος σου δημιουργείται ένα διφορούμενο ή αντιφατικό συναίσθημα: ανακαλύπτεις ότι έχει συνηθίσει να περιμένεις και ότι ίσως δεν θέλεις πια τίποτα άλλο. Δεν θέλεις να διακοπεί αυτό ή να τελειώσει με το πολυαναμενόμενο τηλεφώνημα, με την πολυαναμενόμενη άφιξη, με την πολυπόθητη επανεμφάνιση, κι ακόμα λιγότερο θέλεις το αντίθετο, να σου ανακοινώσουν ότι αυτό δεν πρόκειται να γίνει, να σου πουν ότι ο άντρας σου δεν θα δώσει ποτέ σημεία ζωής ούτε θα επιστρέψει. Αυτό το δεύτερο είναι πιο σοβαρό και πιο δραματικό, βεβαίως, όμως και οι δύο πιθανότητες συνεπάγονται το ίδιο: τη λήξη της προσμονής και της αβεβαιότητας, στις οποίες προσαρμόζεσαι τόσο πολύ, ώστε προτιμάς να μην απαλλαγείς από αυτές, να μη σου στερήσουν τον λόγο για τον οποίο σηκώνεσαι απ’ το κρεβάτι ούτε τη σκέψη με την οποία ξαπλώνεις, να μη σε κουνήσουν από κει.’