ΟΙ ΗΛΙΘΙΕΣ ΠΡΟΘΕΣΕΙΣ ΜΟΥ

στις

Το βιβλίο με τον ιδιαίτερο τίτλο Οι ηλίθιες προθέσεις μου’ (εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗΣ, μετάφραση Άννα Παπασταύρου)  είναι το πρώτο μυθιστόρημα του νεαρού Ιταλού συγγραφέα Μπερνάρντο Τζαννόνι (Bernardo Zannoni, γεν.1995)· ένα βιβλίο που ενέταξε τον δημιουργό του στον σύγχρονο πολιτιστικό διάλογο και του χάρισε μεταξύ άλλων, το βραβείο Campiello Opera Prima.

Με σκηνικό ένα δάσος και ήρωα ένα κουνάβι, το βιβλίο είναι ένα φιλοσοφικά φορτισμένο και συναισθηματικά βαθύ έργο, ντυμένο με το μανδύα ενός παραμυθιού του δάσους.

Αν και σε πρώτη ματιά ο Τζαννόνι φαίνεται να ακολουθεί την παράδοση των μύθων με τα ανθρωποποιημένα ζώα που συναντάμε από τους μύθους του  Αισώπου μέχρι τη Φάρμα των Ζώων του Όργουελ – εντούτοις απομακρύνεται από την πολιτική αλληγορία για να διερευνήσει πιο σύνθετα ερωτήματα όπως η θνητότητα, η ταυτότητα, η πνευματικότητα και το βάρος της γνώσης.

Ο Άρτσυ, το κουνάβι-αφηγητής του βιβλίου, γεννιέται σ’ έναν κόσμο καθοδηγούμενο από το ένστικτο της επιβίωσης — έναν κόσμο όπου ισχύει μονάχα ένας νόμος: μόνο οι δυνατοί και αδίστακτοι επιβιώνουν. Μετά τον θάνατο του πατέρα του, ζει με τη μητέρα του και τα αδέλφια του, προσπαθώντας να βρει τον ρόλο του μέσα σε μια οικογένεια όπου η δύναμη είναι η μόνη αξία. Η μητέρα είναι  αδίστακτη, σκληρή, χωρίς κανένα ίχνος αγάπης, μόνο το ένστικτο να θρέψει όσους πιστεύει ότι θα επιβιώσουν, και όσο για τα αδέλφια του, ο Λιρόι και η Λουίζ είναι δυνατοί και υγιείς, αλλά ο Ότις και η Κάρα είναι πολύ αδύναμοι να επιζήσουν χωρίς βοήθεια.

Κάποια μέρα ο Άρτσυ  προσπαθώντας να μιμηθεί τη δύναμη του Λίορι – ο οποίος έμαθε να κυνηγάει νωρίς – επιχειρεί να κλέψει αυγά από μια φωλιά αλλά τραυματίζεται και μένει κουτσός. Από εκείνη τη στιγμή και μετά ο Άρτσυ γίνεται «βάρος» — ούτε αρκετά αδύναμος για οίκτο, ούτε αρκετά δυνατός για χρησιμότητα. Στον κόσμο των ζώων όμως όλα έχουν μια αξία, όλα είναι τροφή και επιβίωση και έτσι η μητέρα αποφασίζει να τον παραχωρήσει, με αντάλλαγμα μιάμιση κότα, στον τοκογλύφο του δάσους, την έξυπνη αλεπού Σόλομον, που θα αλλάξει για πάντα την ζωή του Άρτσυ. 

Ο Σόλομον δεν είναι μια οποιαδήποτε αλεπού˙ είναι σκληρός και κακός, ακολουθεί τον νόμο της φύσης, αλλά υπάρχει κάτι μέσα του που τον φέρνει πιο κοντά στον άνθρωπο, όχι μόνο επειδή είναι ο φύλακας των ανθρώπινων μυστικών, αλλά και επειδή μπορεί να διαβάζει, να γράφει και να νιώθει  νοσταλγία, τύψεις, αναμνήσεις, φόβο για τον θάνατο.

Ο Σόλομον θα διδάξει στον Άρτσυ ανάγνωση και γραφή, θα του γνωρίσει τον λόγο του Θεού, την τιμή του πόνου, του καθήκοντος, και θα του αναθέσει να ξαναγράψει με Αγάπη τον δικό του βίο για να μην ξεχαστεί.

«Με το ποδάρι έγραφα, όμως με τα μάτια καταβρόχθιζα τη ζωή της αλεπούς, έμπαινα στις περιπέτειές της σαν τον κλέφτη. Αυτό το γραπτό με μάγευε, με πήγαινε μακριά, πυροδοτούσε τη φαντασία μου όπως ποτέ δεν είχε συμβεί με τον λόγο του Θεού. Μιλούσε για τον αληθινό κόσμο: για την ατελείωτη σκληρότητά του, για τον θάνατο, για τον πόνο που καθένας από μας ήταν αναγκασμένος να υποστεί. Από ένα σημείο κι έπειτα εγώ ξυπνούσα πριν από εκείνη. Περίμενα με ανυπομονησία να συνεχίσω, ξεχνώντας την άνοιξη και το δάσος.»

Ο Σόλομον δεν λειτουργεί ως πατρική φιγούρα για τον Άρτσυ, αλλά μάλλον ως δάσκαλος-μύστης, που οδηγεί τον μαθητή του στο μονοπάτι της συνείδησης. Η σχέση τους είναι βαθιά και τραγική ενώ μέσα από τη γνώση, ο Άρτσυ μαθαίνει να πονά, να αγαπά, να πιστεύει — και να αμφιβάλλει. «Μια βαθιά θλίψη με διέλυε. Δεν ένιωθα πια ζώο είχα ανταλλάξει τα ένστικτά μου με αμφιβολίες και ερωτήσεις, για να εξασκήσω τη λογική, για να παραχαράξω τη φύση μου.»

Όταν όμως ο Σόλομον πεθαίνει, ο Άρτσυ μένει αβοήθητος σε έναν κόσμο όπου κανένα άλλο ζώο δεν μοιράζεται τη συνείδησή του. Γιατί το δάσος δεν είναι ο κήπος της Εδέμ αλλά ένας χώρος όπου κυριαρχούν τα ένστικτα. Κάθε ζώο που συναντά ο Άρτσυ έχει έναν συμβολικό ρόλο στην αφήγηση˙ το κοράκι που μιλάει για οιωνούς, ο αγριόχοιρος που κυβερνά μέσω του φόβου, η νυφίτσα που ενσαρκώνει την πονηριά. Κανένα από αυτά δεν μοιράζεται το υπαρξιακό βάρος του Άρτσυ, κάνοντας το ταξίδι του πιο μοναχικό και πιο οδυνηρό. Και εκείνος, μόνος πλέον, αναζητά καταφύγιο στην πίστη και τη γραφή για να καταπραΰνει τον πόνο του αναπόφευκτου τέλους και να παρηγορηθεί με την ψευδαίσθηση της αιωνιότητας.

«Πιστεύω σε πράγματα που όταν ήμουν νέος τα έβρισκα παράλογα. Όμως το να ξαναγίνω ζώο με συγκλονίζει, με απελπίζει. Δεν θέλω να εξαφανιστώ, ειλικρινά, δεν θέλω ούτε να το σκέφτομαι.»

Η αφήγηση, γραμμένη σε πρώτο πρόσωπο, λειτουργεί ως παραβολή ενηλικίωσης και πνευματικής αφύπνισης. Στο πρόσωπο του Άρτσυ, βλέπουμε όχι ένα ζώο που έγινε άνθρωπος, αλλά έναν χαρακτήρα που κουβαλά το βάρος της συνείδησης σε έναν κόσμο που δεν έχει θέση γι’ αυτήν.

Ο Τζαννόνι χρησιμοποιεί μια σφιχτή αφηγηματική δομή, όπου ο θάνατος και η αναγέννηση, η σιωπή και η κραυγή, επανέρχονται σαν μουσικά μοτίβα σε μια συμφωνία. Με γλώσσα λιτή αλλά μεστή και χαρακτήρες που κατοικούν ανάμεσα στο μύθο και την αλήθεια, καταφέρνει να αγγίξει ερωτήματα που μας αφορούν όλους: τι σημαίνει να ζεις γνωρίζοντας ότι κάποτε θα πεθάνεις – και τι δύναμη ή παρηγοριά μπορεί να προσφέρει η γραφή, η πίστη ή η αγάπη απέναντι σ’ αυτό το γνώρισμα της ύπαρξης.

Το «Οι ηλίθιες προθέσεις μου’ είναι ένα μυθιστόρημα σπάνιο, άγριο και τρυφερό μαζί – ένας δάσκαλος μεταμφιεσμένος σε κουνάβι που σμιλεύει με ακρίβεια τις πτυχές της ανθρώπινης (ή ζωώδους;) αγωνίας και έρχεται να μας θυμίσει ότι ακόμα και στη σιωπή του δάσους, μπορεί να γεννηθεί φιλοσοφία.

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.