ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ

στις

Η Λύντια Ντέιβις (Lydia Davis, Μασαχουσέτη 1947 -) είναι μία από τις πιο διακεκριμένες σύγχρονες Αμερικανίδες συγγραφείς, γνωστή για τα ιδιαίτερα και, συχνά, εξαιρετικά σύντομα διηγήματά της – αφηγήματα σχεδόν ποιητικά, που διακρίνονται  από φιλοσοφική διαύγεια, γλωσσική πειθαρχία και έναν σχεδόν επιστημονικό στοχασμό πάνω στη μνήμη και τη γλώσσα.

Το οικογενειακό περιβάλλον της Ντέιβις συνέβαλε σημαντικά στην ανάπτυξη της μοναδικής λογοτεχνικής της φωνής. Γεννημένη σε οικογένεια ακαδημαϊκών (ο πατέρας της δίδασκε αγγλική λογοτεχνία και η μητέρα της έγραφε διηγήματα), μυήθηκε στον κόσμο της λογοτεχνίας από νεαρή ηλικία. Καθοριστική υπήρξε και η επιρροή από την εμπειρία της ως μεταφράστρια γαλλικής λογοτεχνίας, η οποία περιλαμβάνει έργα μεγάλων συγγραφέων όπως ο Προυστ, ο Φλωμπέρ και ο Μπλανσό. Αυτή η αυστηρή ενασχόληση με τις αποχρώσεις της γλώσσας διαμόρφωσε βαθιά τη δική της γραφή. Έχει δηλώσει ότι το μεταφραστικό της έργο την έκανε υπερ-συνειδητή ως προς τη γλώσσα, κάτι που διαπιστώνεται  στην ακριβή και σχολαστική γραφή της.

Οι ιστορίες της συχνά εμβαθύνουν στις λεπτομέρειες της ανθρώπινης σκέψης και παρατήρησης. Εξερευνά τον τρόπο που το μυαλό επεξεργάζεται πληροφορίες, σχηματίζει αναμνήσεις και ερμηνεύει τον κόσμο μέσα από την εστίαση σε καθημερινά, φαινομενικά ασήμαντα γεγονότα, μετατρέποντας το κοινότοπο σε κάτι με βαθιά σημασία. Το 1995 εξέδωσε το ‘Το τέλος της ιστορίας’, το πρώτο και μοναδικό της μυθιστόρημα, στο οποίο ασχολείται με το τι σημαίνει να αφηγείσαι έναν έρωτα που έχει χαθεί – και κυρίως τι σημαίνει να μην μπορείς να το αφηγηθείς.

‘Το τέλος της ιστορίας’ (εκδόσεις ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, μετάφραση Ρίτας Κολαΐτη) σε πρώτη ανάγνωση, μοιάζει να αφορά στην ανασύσταση ενός ερωτικού δεσμού: μια ανώνυμη γυναίκα, συγγραφέας, κυριαρχείται από την προσπάθεια να ανασυνθέσει και να κατανοήσει μια ερωτική σχέση που έχει τελειώσει, με έναν νεότερο άντρα.  Η αφήγηση αναπτύσσεται καθώς η ηρωίδα προσπαθεί να οργανώσει τις αναμνήσεις της σε ένα μυθιστόρημα αλλά η συγγραφή αποδεικνύεται πιο δύσκολη από τη σχέση. Γρήγορα γίνεται φανερό πως το ζητούμενο δεν είναι η ίδια η ιστορία της σχέσης, αλλά η αποτυχία της αφήγησης, η ρωγμή στη μνήμη, το πώς το εγώ αναδιπλώνεται όσο η αφηγήτρια προσπαθεί να μιλήσει για την εμπειρία της. Στο τέλος της ιστορίας δεν υπάρχει κλιμάκωση,  δεν υπάρχει καν τέλος. Κι αυτό, για κάποιον λόγο, το κάνει να μοιάζει αφάνταστα αληθινό.

‘Για καιρό, έλεγα στον εαυτό μου ότι έπρεπε να το γράψω, ακόμα κι αν δεν ήταν όπως ακριβώς το ήθελα, και ότι θα συμπεριλάμβανα σ’ αυτό ό,τι μπορούσα. Τώρα, αν το τελειώσω, δεν ξέρω αν θα είμαι ικανοποιημένη. Ξέρω ότι θα είμαι ανακουφισμένη, αλλά δεν ξέρω αν θα νιώθω ανακούφιση επειδή αφηγήθηκα την ιστορία ή απλώς επειδή ολοκλήρωσα τη δουλειά.’

Το μυθιστόρημα είναι βαθιά μεταμυθοπλαστικό, εφιστώντας την προσοχή στον εαυτό του ως μια κατασκευασμένη αφήγηση. Η αφηγήτρια θολώνει τα όρια μεταξύ μυθοπλασίας και αυτοβιογραφίας  αμφισβητώντας συνεχώς τον τρόπο που θα δομήσει την ιστορία, όσα θα συμπεριλάβει ή αυτά που θα παραλείψει καθώς και τον τρόπο που θα χειριστεί την αλήθεια.

Η  γλώσσα της Ντέιβις, λιτή και αποσπασματική είναι επίσης εξαντλητικά ακριβής στην αποτύπωση της πολυπλοκότητας της μνήμης και των συναισθημάτων ενώ εντοπίζει το όριο ανάμεσα στη διαφύλαξη της ιδιωτικότητας και την αυτοέκθεση. Οι προτάσεις της είναι σχεδόν ενοχλητικά μετρημένες. Εκφράζεται όχι σαν να απευθύνεται στον αναγνώστη αλλά σαν να σκέφτεται δυνατά, σχεδόν δυσάρεστα παρούσα στο τώρα της αφήγησης. Η αφηγήτρια της ιστορίας περιπλανιέται σε συγκεκριμένα στιγμιότυπα από τη σχέση της με τον νεότερο άντρα και καταγράφει όσα ένιωσε ενώ αναρωτιέται αν αυτά που θυμάται συνέβησαν ή είναι απλώς προϊόν της φαντασίας ή της επιθυμίας της. Όπως γράφει: ‘Είτε όλα αυτά ήταν αλήθεια σε διαφορετικές χρονικές στιγμές, είτε τα θυμάμαι διαφορετικά ανάλογα με την τωρινή μου διάθεση.’ Δεν στέκεται στα ίδια τα γεγονότα, στο τι έγινε, αλλά στο πώς τα έζησε. Και ακόμα περισσότερο στην προσπάθεια να το αφηγηθεί και στην αποτυχία της να το συγκροτήσει σε ιστορία. Το ίδιο το αφήγημα, λοιπόν, γίνεται μια αντανάκλαση της αποτυχίας της γλώσσας να αποδώσει με πληρότητα το βίωμα.

‘Μερικές φορές, το μυθιστόρημα φαίνεται να είναι μέτρο του εαυτού μου, όπως ήμουν τότε και όπως είμαι τώρα. Στην αρχή, η γυναίκα δε μου έμοιαζε καθόλου, γιατί διαφορετικά δεν θα μπορούσα να δω καθαρά την ιστορία. Μετά από λίγο όμως, όταν εξοικειώθηκα πιο πολύ με την αφήγηση, κατάφερα να πλάσω την ηρωίδα μου έτσι που να μου μοιάζει περισσότερο. Πού και πού σκέφτομαι ότι αν είχα τότε αρκετή καλοσύνη μέσα μου, ή αρκετό βάθος ή πολυπλοκότητα, αυτό θα λειτουργούσε, αν βέβαια μπορούσα να το κάνω να λειτουργήσει. Αν όμως ήμουν απλούστατα υπερβολικά επιφανειακή ή μικροπρεπής, δεν θα λειτουργούσε ό,τι και να έκανα.’

Η αφήγηση κινείται μπρος πίσω στο χρόνο, καταγράφοντας τις επαναλαμβανόμενες προσπάθειες της ηρωίδας-αφηγήτριας να καταλήξει σε μια συνεκτική αφήγηση της υπόθεσης και να εντοπίσει κάποιο στοιχείο μεγαλύτερης σημασίας ανάμεσα στις ψυχολογικές της διεργασίες. Η ψυχολογική πτυχή του εγχειρήματος είναι αναπόφευκτη. Όχι επειδή η αφηγήτρια εκθέτει ευθέως το εσωτερικό της σύμπαν, αλλά γιατί ο αναγνώστης το διαβάζει στα κενά, στις επαναλήψεις, στην εμμονή της επιστροφής. Η σχέση της με τον νεαρό άντρα είναι θραυσματική, γεμάτη ερωτήματα: γιατί την εγκατέλειψε; Τον αγαπούσε ή απλώς αγαπούσε το να αγαπάει; Εκείνος την επιθυμούσε ή υπήρξε απλώς καθρέφτης μιας επιθυμίας που αυτή ήδη είχε μέσα της; Σε ένα σημείο, η αφηγήτρια σημειώνει πως ίσως δεν πρόκειται για αφήγηση αγάπης, αλλά για την περιγραφή ενός τρόπου απουσίας. Αυτός ο στοχασμός συμπυκνώνει την ουσία του βιβλίου: δεν παρακολουθούμε έναν έρωτα, αλλά την απόηχό του. Δεν είναι η ιστορία της σχέσης, αλλά η ιστορία του τέλους της —το τέλος όχι ως γεγονός, αλλά το τέλος ως αίσθηση, ως διαρκής προσπάθεια εννοιοδότησης μιας απώλειας.

Η Λύντια Ντέιβις στήνει την αφήγησή της με την ακρίβεια ποιήτριας και τη συνείδηση φιλόσοφου. Δεν φοβάται να αφήσει τον αναγνώστη να χαθεί μέσα στις αδιέξοδες σκέψεις της ηρωίδας της, ακριβώς γιατί αυτή είναι η φύση της μνήμης, της επιθυμίας, της γλώσσας – να επιστρέφει, να χάνεται, να επαναδιατυπώνεται εγείροντας αμφιβολίες για την πιθανότητα να αναπαραστήσει ή να γνωρίσει κανείς ποτέ πραγματικά το παρελθόν.

Το μυθιστόρημα δεν έχει κλασική αφηγηματική ροή˙ δεν υπάρχει αρχή, μέση, τέλος. Δεν υπάρχει καν βεβαιότητα πως όσα διαβάζουμε είναι αληθινά — ή έστω συνέβησαν έτσι. Κι όμως, το κείμενο ακουμπά στον πιο αληθινό πυρήνα του συναισθήματος: στην αγωνία της κατανόησης, της διατύπωσης, της ανάμνησης χωρίς να προδοθεί το ίδιο το βίωμα.

Αναπόφευκτα, ο αναγνώστης καλείται να συμμετάσχει. Δεν είναι θεατής. Γίνεται συμμέτοχος σε μια πράξη αναστοχασμού. Γίνεται εκείνος στον οποίο απευθύνεται η αφηγήτρια. Η εσωτερική φωνή της γίνεται καθρέφτης της συνείδησής του, των δικών του απωλειών, αμφιβολιών, παλιών ερώτων που ποτέ δεν έληξαν.

Το τέλος της ιστορίας δεν είναι ένα μυθιστόρημα με σασπένς, κορύφωση και ανατροπές αλλά μια αφήγηση που χρειάζεται σιωπή, αναστοχασμό, χρόνο. Είναι ένας άλλος τρόπος να αφηγείσαι: όχι για να πεις τι έγινε, αλλά για να καταλάβεις γιατί αυτό που έγινε δεν μπορεί ποτέ να ειπωθεί πλήρως.

Και ίσως τελικά, αυτό να είναι το πιο αληθινό τέλος μιας ιστορίας. Εκεί που η λέξη δεν φτάνει. Εκεί που η σιωπή λέει τη δική της ιστορία.

Ένα Σχόλιο Προσθέστε το δικό σας

  1. Άγνωστο's avatar Ο/Η Ανώνυμος λέει:

    Βάσω μας αγαπημένη.

    Για άλλη μια φορά θαυμάζω τις πολλές ικανότητες σου.

    Την αναλυτική σου σκέψη,την ικανότητα να συνθέτεις τις σκόρπιες απόψεις των μελών της λέσχης και να τις μετουσιώνεις σε λογοτεχνικό κείμενο και πάνω απ´ολα την ικανότητα σου στην οργάνωση και καθοδήγηση της ομάδας μας.

    Σ´ευχαριστω πολύ,πολύ.

    Μου αρέσει!

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.