ΕΝΑ ΘΗΡΙΟ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ

στις
Cécile Coulon

Το ‘Ένα θηρίο στον Παράδεισο’ το 6ο μυθιστόρημα της Σεσίλ Κουλόν (Cécile Coulon, 1990 – ) που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Gutenberg σε μετάφραση Τιτίκας Δημητρούλια, είναι γραμμένο με ένα ύφος ποιητικό, πυκνό, γεμάτο υποβλητικές εικόνες που κουβαλούν μια ατμόσφαιρα περασμένων εποχών, αν και διαδραματίζεται στη σύγχρονη εποχή˙ μια ιστορία αγάπης και εμμονής, στην οποία η επιθυμία και η προσκόλληση στη γη τυλίγουν τις ζωές των χαρακτήρων και τους παρασύρουν στην τραγωδία.

Ο Παράδεισος του τίτλου και σκηνικό του μυθιστορήματος είναι ένα αγρόκτημα, κάπου στη Γαλλία, ένας τόπος όπου η πόλη και οι ρυθμοί της σύγχρονης ζωής φτάνουν εκεί μόνο σαν κάποιο μακρινό άκουσμα και οι νόμοι της φύσης είναι τόσο ισχυροί που συνθλίβουν κάθε άλλη χρονική ή  χωρική αναφορά.

Ο Παράδεισος περιγράφεται πανέμορφος˙ ένα σπίτι που περιβάλλεται από μια μεγάλη αυλή με πατημένο χώμα και ένα δέντρο εκατό ετών που το φθινόπωρο τα φύλλα του γίνονται βαθυκόκκινα. Κότες, χήνες και πάπιες τρέχουν γύρω γύρω, κάπου κυλάει το νερό ενός ρυακιού και λίγο πιο μακριά ‘ο Σκοτεινός Βάλτος που τρεμίζει από τους ερωδιούς και τα βατράχια’. Ένα σύμπαν όπου ο αισθησιασμός και η βία συνυπάρχουν. Σ’ αυτό τον παράδεισο κυρά κι αφέντρα είναι η Εμιλιέν που μετά το θάνατο του άντρα της έμεινε μόνη να αγωνίζεται να συντηρήσει αυτή την ιδιοκτησία. Όταν η κόρη της και ο γαμπρός της σκοτώνονται σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα, τα δύο της εγγόνια, η πεντάχρονη Μπλανς και ο τρίχρονος Γκαμπριέλ, βρίσκουν καταφύγιο στην αγκαλιά της γιαγιάς τους. Όπως καταφύγιο είχε βρει πριν από χρόνια και ο Λουί ένας νεαρός από το χωριό που στράφηκε στην Εμιλιέν για να γλυτώσει από τον βίαιο πατέρα του˙ ο Λουί που εντάσσεται  στην οικογένεια και φροντίζει τον Παράδεισο σαν θλιμμένο και κουρασμένο πουλί που κουβαλάει κι άλλα κλαδιά στη φωλιά΄. Η Εμιλιέν είναι μια γυναίκα που πνίγει τον πόνο για τις μεγάλες της απώλειες και προχωρά μεγαλώνοντας τα δύο της εγγόνια με τη σοφία και τους κανόνες που της είχε διδάξει η επαφή της με τη φύση.

Στον Παράδεισο η ζωή είναι σκληρή και προϋποθέτει εμπειρία, αφοσίωση και αγάπη για τη γη – εφόδια που η Εμιλιέν διαθέτει απλόχερα σε ανθρώπους και ζώα κρατώντας την οικογένεια ενωμένη.  Η Εμιλιέν ήταν γερή αλλά τσακισμένη, είχε μαζέψει τα θρύψαλα της ζωής της και σηκωνόταν κάθε πρωί ξημερώματα, έπεφτε για ύπνο μετά τον Γκαμπριέλ, την Μπλάνς και τον Λουί, ξέροντας καλά ότι ένας από τους τρεις τους μια μέρα θα έπαιρνε τη θέση της. Φυλούσε τα σύνορα του Παραδείσου όπως κρατάμε ένα τσούρμο γατάκια μέσα σε μια νωπή πετσέτα. Περνούσε τη ζωή της αφιερωμένη στο χτήμα και στις ψυχές που κούρνιαζαν μέσα του. Όλα άρχιζαν απ’ αυτήν και όλα σ’ αυτήν τελείωναν.

Η Μπλανς μοιάζει πολύ στον χαρακτήρα με τη γιαγιά της. Είναι δυνατή, με ισχυρή θέληση, αγαπάει τη σκληρή δουλειά, βιώνει τη γη ως κάτι ολοκληρωτικό και αδιαίρετο, ως μια προέκταση του εαυτού της, ενώ ο Γκαμπριέλ που δεν ξεπέρασε ποτέ το θάνατο των γονιών του, ‘τον ταλάνιζε η μελαγχολία των τσακισμένων παιδιών’, είναι πάντα παράταιρος με την ζωή των δύο γυναικών και αποστασιοποιημένος από το αγρόκτημα.

Οι νεαροί ένοικοι του Παραδείσου μεγαλώνουν μαζί κάτω από το άγρυπνο μάτι της Εμιλιέν, με την Μπλανς να εξελίσσεται στην αδιαφιλονίκητη διάδοχό της, τον Λουί να αναπτύσσει συναισθήματα για εκείνη, και τον Γκαμπριέλ να παραμένει κλεισμένος στον εαυτό του. Η Μπλανς δεν ανταποκρίνεται στα αισθήματα του Λουί αφού έχει μάτια μόνο για τον Αλεξάντρ, τον όμορφο συμμαθητή της. Και είναι αυτός ο πρώτος και τελικά ο μόνος έρωτας της ζωής της  που θα καθορίσει όλη της τη ζωή. Ο Αλεξάντρ είναι ένας ακαταμάχητος γόης, ένα αγόρι που κερδίζει τους πάντες με το χαμόγελο και τους τρόπους του αλλά κι ένας μέτριος μαθητής. Η  Μπλανς τον βοηθάει στα μαθήματα κι εκείνος της το ανταποδίδει βοηθώντας τη με τις πωλήσεις των προϊόντων του αγροκτήματος. Ο Αλεξάντρ περνά όλο και περισσότερο χρόνο στον Παράδεισο με την Μπλανς και  την οικογένειά της κι εκείνη τον ερωτεύεται με έναν τρόπο απόλυτο, σίγουρη ότι θα μπορέσουν να ζήσουν μαζί εκεί, δουλεύοντας και συντηρώντας το αγρόκτημα όπως έκανε η γιαγιά της μέχρι τότε. Αν και η Μπλανς νιώθει στον Παράδεισο μικρή εντούτοις δεν μπορεί να σκεφτεί τον εαυτό της να ζει κάπου αλλού αφού αυτό είναι το μόνο μέρος που τη συνδέει με το θλιβερό παρελθόν της, ‘Τα φαντάσματα που τον κατοικούσαν έπιαναν όλο το χώρο’  και παραμένει το αιώνιο καταφύγιό της. Ο Αλεξάντρ όμως δεν θέλει να συμβιβαστεί με μια μίζερη ζωή στην επαρχία όπως αυτή που είχαν οι γονείς του. Θέλει να πάει στην πόλη, να βρει μια καλή δουλειά, να γίνει πλούσιος. Είναι η αναπόφευκτη φυγή του Αλεξάντρ που κλονίζει την Μπλανς  η οποία  μετά από αρκετό καιρό με την αφοσιωμένη φροντίδα της Εμιλιέν και τη βουβή υποστήριξη του Λουί καταφέρνει να σταθεί και πάλι στα πόδια της.

‘Η Μπλανς ήθελε να ξαναπάρει στα χέρια της τα ηνία του παραδείσου και υπολόγιζε να το κάνει μόνη της αυτό, με τη βοήθεια του Λουί, ο καθένας το πόστο του, ο καθένας τη δουλειά του, ο καθένας τα ζώα του, ο καθένας τα μυστικά του. Ο καθένας τις κινήσεις του. Κι ο καθένας τον φόβο του μην είναι μόνο περαστικός, μην καταστρέψει κάτι που ήταν ήδη εύθραυστο, μην αφανίσει την ομορφιά. Ο καθένας τις νύχτες της οργής του, ο καθένας το αξημέρωτο ξύπνημά του, κι ο καθένας για τον εαυτό του και όλοι για την Εμιλιέν, μέχρι τέλους’.

Χρόνια αργότερα ο Αλεξάντρ επιστρέφει επιτυχημένος και για άλλη μια φορά γεμάτος υποσχέσεις για να συνδαυλίσει τη φωτιά στα αισθήματα της Μπλανς που αυτή τη φορά θα πάρει ανεξέλεγκτες διαστάσεις.

Το ‘Ένα θηρίο στον Παράδεισο’ είναι μια ιστορία για τον ακλόνητο δεσμό των ανθρώπων με τη γη, τις ρίζες, τα ζώα και τη φύση, με τη λέξη ‘θηρίο’ στο τίτλο του να αποτελεί τον οδηγό του αναγνώστη στην ανακάλυψη ενός άγνωστου, άβολου και ζωικού κόσμου. Οι σελίδες του μυρίζουν υγρή γη, μυρίζουν το αίμα του χοίρου που σφάζεται και τον ιδρώτα εκείνων που δουλεύουν τη γη κάτω από έναν λαμπερό ήλιο βιώνοντάς τη ως κάτι ολοκληρωτικό και αδιαίρετο, ως προέκταση του εαυτού τους˙ μυρίζουν εμμονικό έρωτα και προδοσία. Οι χαρακτήρες διψούν να ζήσουν, να εκπληρώσουν τον εαυτό τους, να αγαπήσουν. Κάποιοι μεγαλώνουν χωρίς να καταφέρουν ποτέ να αποσπαστούν από τον Παράδεισο, εκείνο τον τόπο όπου η σκληρή δουλειά από την αυγή μέχρι το βράδυ και η συνεχής φροντίδα των ζώων, είναι ο κανόνας μιας ζωής που επιτρέπει περιορισμένο χώρο για ελιγμούς˙ εκείνο τον τόπο που κάθε πρωί προσεύχεται εκεί ένα θηρίο. Η Μπλανς.’

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.