
Ο W.G. Ζέμπαλντ (1944-2001) γεννήθηκε στη Βαυαρία το 1944, τους τελευταίους μήνες του πολέμου. Ο πατέρας του, που είχε υπηρετήσει στη Βέρμαχτ και ήταν μεταξύ των στρατευμάτων που εισέβαλαν στην Πολωνία το 1939, συναντήθηκε με τον γιό του όταν εκείνος ήταν τριών ετών και όπως πολλοί Γερμανοί της γενιάς του, αρνήθηκε να μιλήσει για τις εμπειρίες του πολέμου. Αλλά και στο σχολείο, όταν ο Ζέμπαλντ είδε ένα ντοκιμαντέρ από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, κανείς από τους δασκάλους του, συμμετέχοντας κι εκείνοι σε μια συνωμοσία σιωπής που είχε καταλάβει όλη τη Γερμανία, δεν του εξήγησε τι ήταν αυτό που έβλεπε. Ο Ζέμπαλντ, όπως πολλοί από τους συγχρόνους του, δεν άντεξε αυτή τη σιωπή της μεταπολεμικής Γερμανίας και πιστεύοντας ότι η χώρα του είχε αποτύχει να τα βρει με το παρελθόν της αποξενώθηκε και άρχισε να εργάζεται αρχικά στην Ελβετία και στη συνέχεια στο Ηνωμένο Βασίλειο, όπου πέρασε το υπόλοιπο της ζωής του, διδάσκοντας στο Πανεπιστήμιο της Ανατολικής Αγγλίας μέχρι το θάνατό του σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα το 2001. Στο έργο του επικεντρώνεται στα θέματα της ιστορικής διαγραφής και της λήθης, με το Ολοκαύτωμα – άλλοτε σαν τόπος και άλλοτε σαν ιστορία ενός χαρακτήρα του – να έχει μόνιμη παρουσία σ’ αυτό. Μια υπενθύμιση για το ακραίο κακό που η σκιά του θα σκεπάζει πάντα τόσο το παρόν όσο και το μέλλον. Στο τελευταίο έργο του, το ‘Αούστερλιτς’, που κυκλοφόρησε λίγους μόνο μήνες πριν τον θάνατό του, το Ολοκαύτωμα βρίσκεται στον πυρήνα της αφήγησης.
Το ‘Αούστερλιτς’ είναι ό,τι πιο κοντινό σε μυθιστόρημα έγραψε ο Ζέμπαλντ, με τον ομώνυμο ήρωα του βιβλίου να αναζητά το χαμένο του παρελθόν στην ιστορία.
Ο αφηγητής, για τον οποίο δεν αναφέρονται πολλές πληροφορίες – αν και μοιάζει αρκετά με τον συγγραφέα – συναντά για πρώτη φορά τον Αούστερλιτς, στον σιδηροδρομικό σταθμό της Αμβέρσας στην Αίθουσα των χαμένων βημάτων (Salle des pas perdus) και αρχίζουν να συζητούν για τη βελγική αρχιτεκτονική και όσα αυτή αποκαλύπτει για τους φόβους της σύγχρονης κοινωνίας.
Ο Αούστερλιτς, είναι ιστορικός αρχιτεκτονικής, με ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τα μεγάλα δημόσια κτίρια και μνημεία – φρούρια, σταθμούς τρένων, βιβλιοθήκες, φυλακές και δικαστήρια – και εξηγεί στον αφηγητή ότι αυτά αντανακλούν τις αξίες των κοινωνιών που τα δημιούργησαν καθώς και τη φιλοδοξία και τον εγωισμό των ηγετών τους. Έτσι ξεκινά η γνωριμία των δύο αντρών που θα συντηρηθεί με αραιές συναντήσεις μέσα στα επόμενα τριάντα χρόνια σε διαφορετικές ευρωπαϊκές πόλεις. Κατά τη διάρκεια αυτών των συναντήσεων, ο Αούστερλιτς ξετυλίγει στον αφηγητή την ιστορία του.

Το 1939 σε ηλικία τεσσάρων ετών, ο Αούστερλιτς ταξίδεψε μόνος του από την Πράγα στο Λονδίνο με το πρόγραμμα διάσωσης ‘Kindertransport’ που οργάνωσε η Μ. Βρετανία για τα εβραιόπουλα που ζούσαν στην Ευρώπη και κινδύνευαν από τις ναζιστικές διώξεις. Οι μεταφορές των παιδιών ξεκίνησαν ένα μήνα μετά τις ταραχές της Νύχτας των Κρυστάλλων όπου σκοτώθηκαν ή στάλθηκαν σε στρατόπεδα περισσότεροι από 30.000 Εβραίοι. Παρόλο που το πρόγραμμα αυτό αποσκοπούσε στην επανένωση των παιδιών με τις οικογένειές τους μετά το τέλος της απειλής, εντούτοις τα περισσότερα από αυτά τα παιδιά δεν είδαν ποτέ ξανά τους γονείς τους. Ο Αούστερλιτς ήταν ένα από αυτά.
Το μεγαλύτερο μέρος της παιδικής του ηλικίας ο Αούστερλιτς το πέρασε στην Ουαλία όπου οι θετοί γονείς του – ένας καλβινιστής ιερέας και η σύζυγός του – του απέκρυψαν ακόμη και το πραγματικό του όνομα. Ο Αούστερλιτς μεγάλωσε καταπιέζοντας τις πρώτες μνήμες από τη ζωή του, ξεχνώντας την οικογένεια, τις ρίζες και τη μητρική του γλώσσα.
Μετά τον θάνατο των θετών γονιών του, ο Αούστερλιτς πληροφορείται από τον διευθυντή του σχολείου στο οποίο φοιτά, ότι το όνομα Νταβίδ Ελίας με το οποίο μεγάλωσε δεν είναι το πραγματικό του όνομα χωρίς όμως να υπάρχουν άλλα στοιχεία για την καταγωγή του. Αν και μέχρι την ενηλικίωσή του δεν συνδέει το όνομά του με τις τσέχικες και εβραϊκές του ρίζες και την κοινότητα των προγόνων του, ο Αούστερλιτς με το πραγματικό του όνομα αισθάνεται ότι αποκτά μια πιο ισχυρή ταυτότητα παρόλο που παραμένει μοναχικός και εσωστρεφής και δεν ξέρει πώς να καλύψει την ανάγκη του να ανήκει κάπου.
Η μοναδική φορά που βίωσε την αίσθηση της οικογένειας ήταν όταν ο φίλος του από το σχολείο, ο Τζέραλντ Φιτζπάτρικ, τον φιλοξένησε στο πατρικό του. Εκεί ο Αούστερλιτς γοητεύεται από τη φυσική ιστορία, την παρατήρηση της φύσης και τα μηνύματά της για τον άνθρωπο και τη θνητότητα και βρίσκει να πυροδοτείται η περιέργειά του για τον κόσμο.
Την άνοιξη του 1993 ο Αούστερλιτς άκουσε σε μια ραδιοφωνική εκπομπή για δύο γυναίκες που είχαν φτάσει στην Αγγλία το καλοκαίρι του 1939, μέσω του Kindertransport. Καθώς περιέγραφαν τη διαδρομή που έκαναν μέσω Γερμανίας και Ολλανδίας, ο Αούστερλιτς αισθάνθηκε ότι είχε κάνει το ίδιο ταξίδι . Θυμήθηκε τον εαυτό του μαζί με μια μεγάλη ομάδα παιδιών να φτάνει στον σταθμό Λίβερπουλ Στρητ στο Λονδίνο αλλά αυτές οι αναμνήσεις δεν είναι ξεκάθαρες αφού το μυαλό του έχει ξεχάσει αυτά που επιμένει να θυμάται το σώμα του παρότι παραμένει ψυχικά κολλημένος στον σταθμό που βρέθηκε ως παιδί και άλλαξε η ζωή του.
Όταν μαθαίνει για την εβραϊκή του καταγωγή, βρίσκει μια σύνδεση με τις ρίζες του και μια αίσθηση ότι ανήκει σε μια ομάδα – κάτι που του έλειπε σε όλη του τη ζωή – και, ως άλλος ‘περιπλανώμενος Ιουδαίος’ συνδέεται με την ιδέα του ταξιδιού και της εξορίας, συνεχίζοντας να βασανίζεται από την απώλεια της πολιτιστικής του ταυτότητας και την αίσθηση της αποξένωσης από τους γύρω του, με τους χειρότερους φόβους του να υπονοούνται χωρίς να περιγράφονται.
Ένα ενδιαφέρον στοιχείο του χαρακτήρα του Αούστερλιτς είναι η σχέση του με τον χρόνο. Ο Αούστερλιτς φαίνεται να έχει παγώσει στο χρόνο. Τα ρούχα η συμπεριφορά και το σακίδιό του παραμένουν ίδια μετά από 20 χρόνια, δείχνοντας πως έχει κολλήσει στο ίδιο σημείο, ενώ ο κόσμος γύρω του αλλάζει. Πιστεύει ότι πολλοί άνθρωποι ζουν εκτός χρόνου όπως οι άρρωστοι, οι νεκροί ή εκείνοι των οποίων η ζωή έχει σημαδευτεί από κακοτυχία. Η περιγραφή του ρολογιού στον σταθμό της Αμβέρσας δείχνει τον χρόνο να κινείται ανεξέλεγκτα, τυραννικά, καταναγκαστικά προς τα εμπρός. Ο δείκτης μήκους έξι ποδιών συγκρίνεται με ένα σπαθί που κόβει λεπτά και δευτερόλεπτα απεικονίζοντας έτσι την ανθρώπινη προσπάθεια για έλεγχο του χρόνου. Αλλά για τον Αούστερλιτς ο χρόνος πηγαίνει μπροστά ή πίσω ή μένει ακίνητος. Συχνά συμπιέζει τον χρόνο στο μυαλό του βλέποντας την καταστροφή μόλις δει τη δημιουργία, π.χ. πιστεύει ότι τα μεγάλα κτίρια έχουν το δικό τους ερείπιο ενσωματωμένο στο σχεδιασμό τους.
«Εκτός χρόνου είναι οι νεκροί, οι ετοιμοθάνατοι και οι χιλιάδες άρρωστοι, κατάκοιτοι στα σπίτια τους ή στα νοσοκομεία, και όχι μόνο αυτοί, αρκεί μια ελάχιστη δόση προσωπικής δυστυχίας για να μας ξεκόψει από οποιοδήποτε παρελθόν και οποιοδήποτε μέλλον. Δεν είχα ποτέ ρολόι, είπε ο Αούστερλιτς, ούτε ρολόι τοίχου ούτε ξυπνητήρι ούτε ρολόι τσέπης ούτε καν ρολόι χειρός. Τα ρολόγια μου φαινόντουσαν πάντοτε γελοία, κάτι το εντελώς ψευδές, ίσως γιατί από κάποιο εσωτερικό κίνητρο που κι εγώ ο ίδιος δεν το κατανόησα ποτέ αντιστεκόμουν πάντοτε στη δύναμη του χρόνου και απέκλεια τον εαυτό μου από τα λεγόμενα τρέχοντα γεγονότα, με την ελπίδα, έτσι το σκέφτομαι σήμερα, είπε ο Αούστερλιτς, ότι ο χρόνος δεν θα περάσει, ότι θα μπορούσα να τρέξω πίσω του, ότι εκεί θα ήταν όλα όπως πριν ή για να είμαι πιο ακριβής, ότι όλες οι στιγμές του χρόνου υπάρχουν ταυτόχρονα, η μιά δίπλα στην άλλη, και ότι τίποτα από αυτά που λέει η ιστορία δεν είναι αλήθεια, ότι το συμβάν δεν έχει συμβεί, αλλά θα συμβεί τη στιγμή που θα το σκεφτούμε, πράγμα που φυσικά, απ’ την άλλη πλευρά, ανοίγει την απελπιστική προοπτική μιας διηνεκούς φρίκης και μιας αγωνίας δίχως τέλος. »
Ψάχνοντας για την τύχη της οικογένειάς του ο Αούστερλιτς ταξιδεύει στην Πράγα όπου συναντά μια φίλη των χαμένων γονιών του, τη Βιέρα. Η Βιέρα, που ζει με τις ενοχές του επιζώντος, του μιλάει συγκινημένη για τους γονείς του, τον σοσιαλιστή Μαξιμίλιαν και την ηθοποιό Αγκάτα και για τον φόβο που διακατείχε τους Εβραίους όταν οι Ναζί κέρδισαν την εξουσία τη δεκαετία του 1930. Ο Μαξιμίλιαν έφυγε για το Παρίσι μια μέρα πριν την κατάληψη της Πράγας από τα ναζιστικά στρατεύματα και η Αγκάτα λίγους μήνες μετά φυγάδευσε τον μικρό Αούστερλιτς στο Λονδίνο μέσω του προγράμματος διάσωσης ‘Kindertransport’. Η ίδια παρέμεινε στην Πράγα έως ότου εστάλη αρχικά στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Τερεζίν και αργότερα ‘ανατολικά’ σε έναν προορισμό που δεν κατονομάζεται. Για τον πατέρα του ο Αούστερλιτς έμαθε ότι πέρασε από ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης στη Γαλλία και μετά τα ίχνη του χάθηκαν.
Μέσω της ιστορίας του Αούστερλιτς ο Ζέμπαλντ στοχάζεται για το ρόλο της μνήμης και της ιστορίας στη διαμόρφωση της ατομικής και συλλογικής ταυτότητας. Ο Αούστερλιτς θυμάται έναν καθηγητή του στο σχολείο που τους είχε πει ότι οι άνθρωποι κατανοούν την ιστορία σαν ακολουθία εικόνων όπως αυτές των στρατιωτών σε καιρό πολέμου. Αλλά αυτές οι εικόνες μεταφέρουν στερεότυπα και όχι αλήθειες. Δεν μπορούν να απεικονίσουν πώς οι άνθρωποι αυτοί έζησαν, πολέμησαν, βίωσαν τον κόσμο και πέθαναν.
Ο Αούστερλιτς λέει στον αφηγητή ότι ελπίζοντας να βρει την Αγκάτα παρακολούθησε μια ναζιστική προπαγανδιστική ταινία που γυρίστηκε στο Τερεζίν. Καθώς αφηγείται την εμπειρία του θέτει ερωτήματα σχετικά με την αναπαράσταση και τη μετάδοση του Ολοκαυτώματος και των συνεπειών του. Ο Ζέμπαλντ γράφει για τα ίχνη του Ολοκαυτώματος στο τοπίο, την αρχιτεκτονική, τον πολιτισμό και τους λαούς της Ευρώπης επισημαίνοντας ότι ήδη η φρίκη του έχει ξεχαστεί, απορριφθεί ή διαστρεβλωθεί από αρκετούς ενώ παραλείπεται συχνά και η αναγνώριση της δύναμης, την ελπίδας και την ανθεκτικότητας των επιζώντων του.
Ο Αούστερλιτς επισκέπτεται διάφορα μέρη που συνδέονται με το προσωπικό και ιστορικό παρελθόν του, όπως η Πράγα, το Παρίσι, το Τερεζίν, η Αμβέρσα, το Μπρέεντονκ και το Λονδίνο. Συναντά επίσης διαφορετικούς ανθρώπους που τον βοηθούν στην αναζήτησή του για την αλήθεια. Παρόλο που δεν βίωσε προσωπικά το Ολοκαύτωμα εντούτοις τον στοιχειώνει και προσπαθεί να ανασκευάσει το παρελθόν του από θραύσματα πληροφοριών, εγγράφων, φωτογραφιών και μαρτυριών. Η κατανόηση της ιστορίας από τον Αούστερλιτς γίνεται τρόπος κατανόησης του εαυτού του. Μελετάει τα ιστορικά γεγονότα, υπομένει τους μετασεισμούς της Ιστορίας και του προσωπικού του τραύματος και φαντάζεται τους νεκρούς να περπατούν δίπλα του. Ο κόσμος των νεκρών γίνεται για τον Αούστερλιτς ένα παράλληλο σύμπαν. Επηρεασμένος από τις εξιστορήσεις που άκουγε μικρός στην Ουαλία από τον Ήβαν, τον ευφάνταστο τσαγκάρη του χωριού, ο Αούστερλιτς πιστεύει ότι οι νεκροί είναι πάντα κοντά, σε μια ενδιάμεση κατάσταση μεταξύ θανάτου και ζωής και ότι έρχονται για να προστατέψουν τα μυστήρια του παρελθόντος από τη λήθη. Σκέφτεται ότι επειδή τα αντικείμενα που καταλείπουν δεν έχουν μνήμη, είναι χρέος των ζωντανών να τη διατηρήσουν και να τη διαφυλάξουν. Απομνημονεύει τα ονόματα στους τάφους, φωτογραφίζει σκελετούς σε μια ανασκαφή και αισθάνεται ότι οι νεκροί επιστρέφουν για να προκαλέσουν και να αντιμετωπίσουν τους ζωντανούς.
Ο Αούστερλιτς συσσωρεύει μια τεράστια ποσότητα γνώσης στην εμμονική του αναζήτηση για ένα παρελθόν που θα το αποκαλέσει δικό του˙ ένα παρελθόν στο οποίο η φωτογραφία παίζει καθοριστικό ρόλο στην τεκμηρίωση.
Σε όλο το έργο του Ζέμπαλντ οι φωτογραφίες υπερβαίνουν τη συνηθισμένη λειτουργία απεικόνισης. Λειτουργούν άλλοτε ως παράλληλος σχολιασμός και άλλοτε δίνοντας ώθηση και αυθεντικότητα στην αφήγηση. Η σχέση των φωτογραφιών με το κείμενό του είναι διαλογική και συχνά στενά συνδεδεμένη με τα θέματα της μνήμης και του τραύματος. Η επίγνωση του Ζέμπαλντ για το πόσο εύκολη είναι η διαστρέβλωση της πραγματικότητας μέσω της επεξεργασμένης φωτογραφίας εκδηλώνεται στην επανειλημμένη παρεμβολή της ναζιστικής προπαγάνδας με τις ξεκάθαρα χειραγωγημένες φωτογραφίες και τα στιγμιότυπα από βίντεο που αναφέρει σε όλα τα βιβλία του. Ο Αούστερλιτς παρακολουθεί ένα τέτοιο βίντεο αναζητώντας εναγώνια την εικόνα της μητέρας του σ’ αυτό. Βλέπει μια γυναίκα που φαντάζεται ότι είναι η Αγκάτα αλλά δεν βιώνει καμία πραγματική στιγμή αναγνώρισης, καμία ξαφνική πλημμύρα αναμνήσεων να τον κατακλύζει. Ο Αούστερλιτς δεν ανακτά τη μνήμη του από τις φωτογραφίες και τα άλλα τεκμήρια που έχει συλλέξει αλλά την διαμορφώνει από αυτές. Ο Ζέμπαλντ ολοκληρώνει την ιστορία του Αούστερλιτς με τον ήρωα να συνεχίζει την αναζήτησή του για την τύχη του πατέρα του, υποδηλώνοντας ίσως ότι οποιαδήποτε προσπάθεια για την απόκτηση της αλήθειας του παρελθόντος θα παραμείνει, στο τέλος, ανεκπλήρωτη .
Γραμμένο σαν μια μεγάλη παράγραφος, χωρίς διαλόγους και κεφάλαια, με μεγάλες προτάσεις – που κάποιες φορές εκτείνονται σε αρκετές σελίδες – με εγκιβωτισμένες ιστορίες και συμβολισμούς, το Αούστερλιτς δεν είναι μόνο ένα βιβλίο στο οποίο ο μεγάλος συγγραφέας κορυφώνει την ταύτισή του με τα θύματα του Ολοκαυτώματος και την ψυχολογική του έρευνα για το τραύμα αλλά μια σπουδαία προσπάθεια να ξεθάψει τα εύθραυστα νήματα που συνδέουν την ευρωπαϊκή κουλτούρα και φιλοσοφία με τις πιο σκοτεινές εκφάνσεις της.
Το βιβλίο ‘Αούστερλιτς’ κυκλοφορεί σε μετάφραση Ιωάννας Μεϊτάνη από τις εκδόσεις ΑΓΡΑ.
Σημείωση : Ο Ζέμπαλντ βάσισε την ιστορία καταγωγής του Αούστερλιτς στην πραγματική ιστορία της Γερμανίδας Susi Bechhofer, η οποία έφτασε στην Ουαλία με το Kindertransport το 1939 και έζησε με Ουαλούς Καλβινιστές Χριστιανούς. Μεγάλωσε χωρίς να γνωρίζει την εβραϊκή της ταυτότητα και την καταγωγή της.
Το βιβλίο του W.G. Sebald ‘Αούστερλιτς’ συζητήθηκε στη Λέσχη Ανάγνωσης Passe Partout Reading και αρκετές από τις θέσεις του πιο πάνω κειμένου εκφράστηκαν από τα μέλη της Λέσχης.
💙
Μου αρέσει!Μου αρέσει!