
Το μυθιστόρημα ‘Τα Πετροχελίδονα’ του Βάσκου συγγραφέα Φερνάντο Αραμπούρου (Fernando Aramburu, Σαν Σεμπαστιάν 1959 -)που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗΣ σε μετάφραση Τιτίνας Σπερελάκη είναι ένα συγκινητικό, στοχαστικό και ταυτόχρονα πολύ διασκεδαστικό χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου που οδηγεί σε μια σειρά σημαντικών υπαρξιακών προβληματισμών.
Το κεντρικό θέμα του βιβλίου είναι η αυτοκτονία ως πράξη απόλυτης ελευθερίας. Σκόπιμα ο συγγραφέας αναφέρεται, κατά τη διάρκεια της αφήγησης, στο απόφθεγμα του Ελβετού συγγραφέα Μαξ Φρις, ότι η αυτοκτονία θα έπρεπε να είναι μια πράξη που γίνεται νηφάλια, ή μια μελετημένη πράξη αγάπης για τη ζωή. Μια πράξη που νοείται ως ανάγκη να εγκαταλείψουμε τη ζωή με στυλ, χωρίς την ταπείνωση και την υποβάθμιση του γήρατος. Αυτή η πεποίθηση ωθεί τον ήρωα του μυθιστορήματος, τον Τόνι, ένα πενηντάχρονο καθηγητή φιλοσοφίας τόσο θυμωμένο όσο και πικραμένο από τον κόσμο που τον περιβάλει, να επιλέξει να τελειώσει τις μέρες του 12 μήνες μετά τη λήψη αυτής της απόφασης.
‘Δεν υπάρχει μεγαλύτερη ηθική απάτη από την άρνηση του θανάτου.’
Ο Τόνι ορίζει αποφασιστικά και χωρίς μελοδραματισμούς την 31η Ιουλίου του 2019, ως ‘το τελικό του όριο’ και παραχωρεί στον εαυτό του 12 μήνες ακριβώς για να τακτοποιήσει τις υποθέσεις του και να εξακριβώσει γιατί δεν θέλει να συνεχίσει να ζει˙ δώδεκα μήνες για να απαλλαγεί από τα βάρη του παρελθόντος και ελεύθερος σαν τα αγαπημένα του πετροχελίδονα που πετούν ασταμάτητα, χωρίς υπαρξιακές αναζητήσεις, έτοιμα να μεταναστεύσουν και να επιστρέψουν όταν έρθει η ώρα χωρίς άλλη σκέψη πέρα από αυτή της αιώνια ελεύθερης πτήσης. Έτσι μεθοδικά και χωρίς μελοδραματισμούς σχεδιάζει να ξεφορτωθεί τα υπάρχοντά του και να κλείσει τους λογαριασμούς του με το παρελθόν για να μεταναστεύσει σε μια αιώνια ελευθερία. Κι αν για το άδειασμα του σπιτιού του από όλη του την οικοσκευή, μαζί με την πολύτιμη βιβλιοθήκη του, βρίσκει εύκολα λύση, η απαλλαγή από τις αναμνήσεις, τις πικρίες, τα τραύματα, τις απογοητεύσεις και τις αποτυχίες του παρελθόντος του, είναι πολύ δύσκολη δουλειά την οποία αρχίζει να διεκπεραιώνει γράφοντας, καθημερινά ένα ημερολόγιο. Σ’ αυτό το αποχαιρετιστήριο χρονικό, με εξαιρετική ειλικρίνεια, απροσποίητη εκλογίκευση, πικρό χιούμορ, κάποιες φορές με κυνισμό και συχνά με ειρωνεία, ο Τόνι ανατρέχει στα στάδια της ύπαρξής του με την ξερή αφήγηση ενός ανθρώπου που δεν έχει πια τίποτα να περιμένει από τη ζωή. Γράφει για τη μέρα του στο σχολείο, για τους αδιάφορους συναδέλφους, τη μισητή διευθύντρια, τους μαθητές του και την απογοήτευσή του από το εκπαιδευτικό σύστημα. Για τον δεκαπεντάχρονο γάμο του με τη δεσποτική Αμάλια, μια φιλόδοξη ραδιοφωνική παραγωγό που τον εγκατέλειψε για μια γυναίκα. Για τον παράξενο, λίγο τρελό και ιδιαίτερο γιό του τον Νικίτα, με τον οποίο δεν προσπάθησε ποτέ να έρθει πιο κοντά.
Παρατηρώ ότι δεν είμαι σε θέση να σκεφτώ τον γιό μου χωρίς να αισθάνομαι θλίψη. Μου συμβαίνει συχνά, αν και όλο και λιγότερο, να υψώνω εναντίον του έναν πύργο απόρριψης, και στο τέλος εγώ ο ίδιος να τον κατεδαφίζω με έναν στεναγμό συμπόνιας. Δεν ξέρω ως ποιο σημείο μπορεί κανείς να κατηγορήσει τον Νικίτα για οτιδήποτε, λαμβάνοντας υπόψη τον πατέρα και τη μητέρα που του επιφύλαξε η μοίρα.
Ανατρέχει στις μνήμες της παιδικής του ηλικίας και θυμάται τον σοβινιστή, βίαιο πατέρα του, που περισσότερο τον φοβόταν παρά τον αγαπούσε, τη μητέρα του που αντιδρούσε στην ενδοοικογενειακή βία φτύνοντας κρυφά στη σούπα του συζύγου της. Θυμάται και τη δική του σκληρή συμπεριφορά προς τον μικρότερο αδελφό του τον Ραουλίτο με τον οποίο ποτέ δεν επιδίωξε να έχει πιο κοντινή σχέση. Η ημερολογιακή γραφή είναι μια εξομολόγηση, μια μαρτυρία χωρίς φίλτρο, χωρίς υποκρισία και χωρίς ηθικές αναστολές. Αυτή η ειλικρίνεια είναι που κάνει τον ήρωα της ιστορίας συμπαθή παρά τα ελαττώματά του. Αλαζονικός, σεξιστής, στενόμυαλος, ένας άνθρωπος που δεν ενδιαφέρεται για τα αισθήματα των άλλων. Έτσι παρουσιάζεται ο Τόνι μέσα από τις ιστορίες που γράφει και εντούτοις ο αναγνώστης τον πιστεύει, τον καταλαβαίνει και τον συμπονά όλο και περισσότερο.
Αυτές οι σελίδες που συγγράφω καθημερινά προορίζονται να περικλείσουν την προσωπική μου αλήθεια, έστω κι αν είναι μια αλήθεια θλιβερή, οδυνηρή, απεχθής.
Ο Αραμπούρου καταφέρνει να εντάξει σ’ αυτό τον απολογισμό της ζωής του ήρωά του, σκέψεις και για την πολιτική κατάσταση της σύγχρονης Ισπανίας, το εκπαιδευτικό σύστημα της χώρας του, το πρόβλημα της κλιματικής αλλαγής, τις σχέσεις γονέα-παιδιού, το δικαίωμα στην ευθανασία, τη δύσκολη σχέση μεταξύ των ανθρώπων, την αξία της φιλίας, ενώ η χαρά και η απογοήτευση που μπορεί να προκύψει από τον έρωτα και το σεξ είναι ένα σημαντικό μέρος της αφήγησης.

Συνοδοιπόροι του Τόνι σε αυτή τη δύσκολή διαδρομή είναι η σκυλίτσα του η Πέπα και ο μοναδικός του φίλος, τον οποίο ο Τόνι αποκαλεί κρυφά Κούτσαβλο από τότε που έχασε το πόδι του στις επιθέσεις των ισλαμιστών στον σιδηροδρομικό σταθμό της Ατότσα τον Μάρτιο του 2004. Στο μπαρ του Αλφόνσο οι δύο φίλοι συναντιούνται καθημερινά για να πιούν μπύρες, να γκρινιάξουν και να οργανώσουν το τέλος της ζωής τους. Γιατί και ο Κούτσαβλος ισχυρίζεται ότι είναι αποφασισμένος να αυτοκτονήσει την ίδια μέρα με τον φίλο του και μάλιστα του προμηθεύει και το δηλητήριο γι’ αυτό το σκοπό.
Δεν είμαι καθολικός, δεν είμαι μαρξιστής, δεν είμαι τίποτα, μόνο ένα κορμί με τις μέρες του μετρημένες, όπως όλοι. Πιστεύω σε κάποια λίγα πράγματα που μου προσφέρουν ευχαρίστηση και που είναι καθημερινά και ορατά. Πιστεύω σε πράγματα όπως το νερό και το φως. Πιστεύω στη φιλία του μοναδικού μου φίλου και στα πετροχελίδονα, που, παρά τον μολυσμένο αέρα και τον θόρυβο, επιστρέφουν κάθε χρόνο στην πόλη, παρότι υποψιάζομαι πως είναι κάθε φορά και λιγότερα.
Παρουσιασμένη μ’ αυτό τον τρόπο η ζωή του φαίνεται να εξηγεί την επιλογή του τέλους που επέλεξε ο Τόνι. ‘Κανείς δεν θα κλάψει για μένα’ λέει μέχρι που η εμφάνιση της Άγκεδα, του πιο συμπαθητικού χαρακτήρα του μυθιστορήματος, δείχνει να αλλάζει τα πράγματα. Η Άγκεδα είναι μια πρώην φίλη του Τόνι με την οποία χώρισε ότι γνώρισε την Αμάλια. Τώρα, μετά από 27 χρόνια, εκείνη επανεμφανίζεται και καταλαμβάνει όλο και περισσότερο χώρο στη ζωή του. Η ανατροπή που βρίσκει ξανά πρόσβαση στη ζωή δεν προκαλεί ιδιαίτερη έκπληξη και, μετά από καθημερινές καταγραφές ενός ολόκληρου χρόνου, ο Τόνι καταχωρεί στο ημερολόγιο ακόμη μια μέρα στην οποία αγοράζει ένα βιβλίο – ένα σημάδι ότι δεν έχει χάσει ακόμα το ενδιαφέρον του για την ανάγνωση και τη ζωή.
‘Τα Πετροχελίδονα’ είναι μια αφήγηση ταυτόχρονα ευαίσθητη και δραματική με καλές ιδέες, πνευματώδεις στοχασμούς και αιχμηρό κείμενο. Ένα μυθιστόρημα που αναζητά το νόημα της ανθρώπινης ύπαρξης που συχνά χάνεται στις πολλές πικρίες αλλά ξαναβρίσκεται στις λιγότερες χαρές, σαν τα πετροχελίδονα που επιστρέφουν μετά τον χειμώνα και ξαναπετούν στον ουρανό της ψυχής, σύμβολο της απόλυτης ελευθερίας.