
Το βιβλίο ‘Θάλασσα, Θάλασσα’ είναι ίσως το σημαντικότερο μυθιστόρημα της Άιρις Μέρντοχ (Iris Murdoch, Ιρλανδία 1919 – 1999), ένα βιβλίο που απηχεί τις φιλοσοφικές αναζητήσεις της συγγραφέως του και προβάλλει την αφηγηματικής της δεινότητα και αυτό που της χάρισε το Man Booker το 1978, τη χρονιά που εκδόθηκε. Συνομιλώντας με την Τρικυμία του Σαίξπηρ – ένα έργο που η Μέρντοχ συγκαταλέγει στην πρώτη δωδεκάδα των έργων που την επηρέασαν – το ‘Θάλασσα, Θάλασσα’ είναι μια σύγχρονη τρικυμία που αντί για τον μάγο του νησιού του 17ου αιώνα, ο χαρακτήρας του είναι ένας εξηντάρης διάσημος θεατρικός ηθοποιός και σκηνοθέτης, ο Τσαρλς Άροουμπάι. Ο άλλος βασικός χαρακτήρας του βιβλίου είναι η θάλασσα.
‘Οι δαίμονες της φύσης μας κατά κανόνα αγαπούν την απομόνωση’ γράφει ο Τζον Μπέρνσαϊντ στην εισαγωγή του βιβλίου και ο Τσάρλς ως άλλος Πρόσπερο εγκαταλείπει την έντονη κοινωνική ζωή του Λονδίνου και τον ψεύτικο κόσμο του θεάτρου και μετακομίζει σ’ ένα μικρό παραθαλάσσιο χωριό, το Νάροουντιν, σε ένα ερημικό και χωρίς ανέσεις σπίτι, για να αναμετρηθεί μαζί τους.
Εκεί με μόνη του συντροφιά τα βράχια και τη θάλασσα επιδιώκει να αφοσιωθεί στο κολύμπι, τη συγγραφή, τους στοχασμούς και τη μαγειρική ενώ περιμένει ξέσπασμα των χειμωνιάτικων τυφώνων. Κολυμπάει στα άγρια κύματα, σκαρφαλώνει στους επικίνδυνους βράχους, φαντάζεται τέρατα που βγαίνουν από τη θάλασσα, εξερευνά το νέο του σπίτι, στοχάζεται κοιτώντας τ’ αστέρια, και αρχίζει να γράφει ένα βιβλίο που δεν έχει αποφασίσει αν θα είναι μυθιστόρημα, απομνημονεύματα της έντονης καλλιτεχνικής και προσωπικής του διαδρομής ή απλές ημερολογιακές καταγραφές σε μια προσπάθεια αυτό-ανάλυσης. Απηχώντας την αλλαγή αντίληψης της δεκαετίας του ’70 που επιδίωξε την επιστροφή σ’έναν τρόπο ζωής που καθοριζόταν από αξίες όπως η συμπόνια και η ηθική δράση, ο Τσάρλς περιγράφει τον εαυτό του ως έναν ειλικρινή ρεαλιστή, μετανιωμένο για τον εγωιστικό και χειριστικό τρόπο με τον οποίο φέρθηκε σε γνωστούς, φίλους και συναδέλφους σ’ όλη του τη ζωή και με τον νέο τρόπο ζωής του επιδιώκει την κάθαρση.
Η αφήγηση ξεκινά χαλαρά με μια πλούσια περιγραφή του σκηνικού: το ακρωτήρι, τα βράχια, τα πολύχρωμα βότσαλα, τα λουλούδια – η ροζ αρμέρια και η μοβ μολόχα – γύρω από τον πύργο, το μονοπάτι προς τον γκρεμό, το ερειπωμένο κυκλικό φρούριο, η δίνη, το χωριό με το έρημο λιμανάκι, τα πετρόχτιστα σπίτια, το νεκροταφείο με τις σκαλισμένες ταφόπλακες. Το σπίτι του Τσαρλς είναι μια υγρή μονοκατοικία με γοτθικά στοιχεία, τυφλά δωμάτια, σκάλες που τρίζουν, καθρέφτες που σπάνε και σκιές που εμφανίζονται στα παράθυρα. Και γύρω από το σπίτι και παντού σ’ όλη την αφήγηση, η θάλασσα.
Η θάλασσα φάνταζε απειλητική στη γαλήνη της, μια θάλασσα λάδι, γυαλί, στιλπνή, γαλανή. Μετά άρχισαν κάτι βουβές αναλαμπές, εκπληκτικές αστραπές ψηλά και σ’ όλο το μήκος του ορίζοντα, σαν θεόρατα μακρινά πυροτεχνήματα ή σαν κάποιο αλλόκοτο πείραμα ατομικής ενέργειας. Ούτε ένα σύννεφο, ούτε ένας ήχος από βροντή, μονάχα αυτό το σιωπηλό τρεχάτο ασπροκίτρινο φως στην αχανή του πορεία.
Ανάμεσα στις περιγραφές και τα οράματα, ο Τσαρλς αρχίζει σιγά σιγά να ξεδιπλώνει το παρελθόν του, γράφοντας για την καριέρα του στο θέατρο, τους έρωτές του, τους φίλους και την οικογένειά του με ιδιαίτερες αναφορές στον ξάδερφό του Τζέιμς.
Σύντομα όμως η προσεκτικά οργανωμένη ειδυλλιακή ζωή του Τσαρλς κλονίζεται από την εμφάνιση μιας σειράς περιφρονημένων φίλων και προδομένων ερωμένων που με την παρουσία τους διανθίζουν την αφήγηση με σκηνές έντασης αλλά και χιούμορ και ξεδιπλώνουν τις διαφορετικές πλευρές του χαρακτήρα του ήρωα. Η ανατροπή των σχεδίων του Τσαρλς ολοκληρώνεται όταν τον καταλαμβάνει ‘ο ασυγκράτητος, αδιαμφισβήτητος μαγνητισμός του έρωτα’ αφού έκπληκτος ανακαλύπτει ότι στο χωριό ζει η Χάρτλι, η πρώτη του αγάπη από τα χρόνια της εφηβείας, που τότε τον είχε εγκαταλείψει ανεξήγητα.

Η Χάρτλι είναι τώρα γύρω στα εξήντα, παντρεμένη και με μια εμφάνιση που απέχει από αυτή που συντηρούσε στο μυαλό του ο Τσάρλς ˙ μια φοβισμένη φιγούρα που τον αποφεύγει με κάθε τρόπο, ένα είδος ανεξερεύνητου χαρακτήρα που εξελίσσεται σε μια πρόκληση τόσο για εκείνον όσο και για τον αναγνώστη. Ο Τσάρλς όμως φαίνεται να μην δίνει καμία σημασία στην εμφάνιση της παλιάς αγαπημένης του που περιγράφεται αδρά από την Μέρντοχ – κυρία με μουστάκι, χοντρή, με το ίδιο φόρεμα…. – και υποστηρίζει ότι την αγαπάει. Μπαίνοντας στο ρόλο του μετανιωμένου εγωιστή, υλιστή και ματαιόδοξου ορίζει ως ύψιστο χρέος του να σώσει την Χάρτλι από έναν γάμο κακοποιητικό και να της προσφέρει την αγάπη που της αξίζει.
Αυτό στο οποίο πρέπει τώρα να επικεντρωθώ είναι η προοπτική μιας αγάπης με τη μορφή αγνού, αληθινού τρυφερού αμοιβαίου σεβασμού, μιας σταθερής, συνεχούς, δεσμευτικής συνειδητοποίησης της κατάστασης. Θα υπάρχει βέβαια, θα πρέπει να υπάρχει, και αγάπη μεταξύ μας, όμως θα είναι μια αγάπη που θα έχει εξαγνιστεί από την κτητική παράνοια και από το εγώ, θα έχει αποδεχτεί την πειθαρχία του χρόνου και το αναπότρεπτο της μοίρας μας. Πρέπει επιτέλους ν’ ανακαλύψουμε πώς θα γίνουμε η απόλυτη παρουσία ο ένας για τον άλλο, πώς δεν θα χάσουμε ποτέ ο ένας τον άλλο, χωρίς να υποπέσουμε στο παραμικρό λάθος και χωρίς ν’ αφήσουμε να μας χυθεί ούτε σταγόνα από το ξέχειλο σκεύος της αλήθειας και της ιστορίας που τόσα χρόνια ασκητικά βαστούσαμε ανάμεσά μας.
Η Χάρτλι γίνεται η αποστολή του, το μέσον για να λυτρωθεί και ο Τσαρλς τάσσεται σ’ αυτόν το σκοπό εμμονικά. Με μια σειρά τόσο κωμικών όσο και τραγικών σκηνών η Μέρντοχ απεικονίζει τις αυταπάτες του ήρωά της και ο αναγνώστης προσπαθεί να διακρίνει την αλήθεια πίσω από τη μεροληπτική πρωτοπρόσωπη αφήγηση του Τσαρλς που επιμένει ότι ενεργεί για το καλό της Χάρτλι ενώ στην πραγματικότητα τη χειραγωγεί και την εκφοβίζει.
Απέναντι από τον κεντρικό ήρωα, ιχνογραφείται η μυστηριώδης προσωπικότητα του ξαδέλφου του Τζέιμς, ενός ανθρώπου της δράσης που εργάζεται για τις μυστικές υπηρεσίες και ασπάζεται τη βουδιστική φιλοσοφία. Ο Τσαρλς τον θαυμάζει και τον ζηλεύει από τα παιδικά του χρόνια, κάτι που γίνεται ξεκάθαρο στην περιφρόνηση με την οποία τον περιγράφει. Ο Τζέιμς είναι πολύ σημαντικός τόσο στις αναμνήσεις του Τσάρλς όσο και στην πλοκή και είναι εκείνος που τον οδηγεί να συμφιλιωθεί κατά κάποιο τρόπο με τους δαίμονές του.
‘Βέβαια τούτο το φλύαρο ημερολόγιο ένα προσωπείο είναι κι αυτό, το λογοτεχνικό ισοδύναμο του καθημερινού γελαστού προσώπου που κρύβει τη μέσα διάβρωση από τις ζήλιες, τις τύψεις, τους φόβους και τη συνειδητοποίηση της ανεπανόρθωτης ηθικής αποτυχίας. Παρ’ όλα αυτά κάτι τέτοιες προσποιητές εκδηλώσεις δεν είναι μονάχα μια παρηγοριά αλλά μπορεί να αποδίδουν και μια στάλα υποκατάστατο θάρρους.’
Σε όλο το μυθιστόρημα, η θεατρική ψευδαίσθηση, η μαγεία του Θιβέτ, οι ασυνείδητες προβολές, οι υπερφυσικές επεμβάσεις και οι φαντασιώσεις του ήρωα παραμορφώνουν τη σαφή αντίληψη των γεγονότων, και τον εμπλέκουν σε έναν μπερδεμένο ιστό εγωκεντρικών σχέσεων εξουσίας, ακόμα και όταν προσπαθεί να είναι έντιμος. Η αμφιβολία για την αξιοπιστία των αναμνήσεων και τα έντονα συναισθήματα που προκαλεί στον Τσάρλς η νοερή επιστροφή του στο παρελθόν είναι ένα από τα βασικά θέματα του βιβλίου. Πέρα από αυτό, το μυθιστόρημα της Μέρντοχ είναι και μια συναρπαστική εξερεύνηση της αγάπης, της φιλίας και των ηθικών αξιών που αναπτύσσονται με φόντο τη θάλασσα που η όψη της ακολουθεί τη δράση και τα συναισθήματα των χαρακτήρων.
Το πληθωρικό και πνευματώδες, βραβευμένο μυθιστόρημα της Μέρντοχ, με τον τίτλο που παραπέμπει – ιδιαίτερα τους Έλληνες αναγνώστες – στον Ξενοφώντα και το «Θάλαττα, Θάλαττα» των Μυρίων του, είναι μια συναρπαστική αναγνωστική εμπειρία στην οποία συμβάλλει αποφασιστικά και η εμπνευσμένη μετάφραση της Αθηνάς Δημητριάδου.
Το βιβλίο κυκλοφορεί από τη σειρά Aldina των εκδόσεων Gutenberg.