Απόγονος δύο αριστοκρατικών οικογενειών, η Ελισάβετ Μουτζάν Μαρτινέγκου, η πρώτη Ελληνίδα πεζογράφος, γεννήθηκε στη Ζάκυνθο το 1801. Εκείνη την εποχή, που ακόμη και στην Ευρώπη ο Διαφωτισμός σκόνταφτε στα ‘μακριά φορέματα της γυναικείας σκλαβιάς’, τα ήθη στα μικρό ελληνικό νησί, επηρεασμένα επιπλέον από τις αρχές τις Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, επέβαλαν στις γυναίκες ένα τρόπο ζωής στερημένο τόσο κοινωνικά όσο και πολιτισμικά. Η Ελισάβετ Μουτζάν Μαρτινέγκου, παρά την αριστοκρατική καταγωγή και την οικονομική ευχέρεια της οικογένειάς της, υπέστη τους περιορισμούς που όριζε η εποχή για τις γυναίκες. Η Αυτοβιογραφία της, που αποτελεί το πρώτο αξιόλογο δείγμα γυναικείας γραφής στη νεοελληνική γραμματεία, είναι συγχρόνως και μια σημαντική, αν και υποκειμενική, ιστορική μαρτυρία. Μέσα από τις εξομολογήσεις και το παράπονο της Ελισάβετ για την υποτιμημένη θέση της γυναίκας της αστικής τάξης και την εξαίρεσή της από τη μόρφωση και την κοινωνική ζωή, αλιεύονται πληροφορίες για το οικογενειακό, το κοινωνικό και το πολιτικό περιβάλλον της εποχής.

Ελισάβετ Μουτζάν- Μαρτινέγκο, π. 1832
Λάδι σε μουσαμά, δ: 88×68,5 εκ.
ΕΠΜΑΣ Π.2173
©Εθνική Πινακοθήκη-Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου, Φωτογράφιση Σταύρος Ψηρούκης.
Πηγή φωτογραφίας : https://www.capodistriasmuseum.gr/persons/elisavet-moutzan-martinegkou/
Γραμμένη στην καθομιλούμενη καθαρεύουσα της εποχής, με ύφος απλό κι ανεπιτήδευτο η Αυτοβιογραφία της είναι διαποτισμένη από το ακόρεστο πάθος της για τη γνώση. Η Ελισάβετ, με την ενθάρρυνση της μητέρας και της γιαγιάς της, άρχισε να μαθαίνει γράμματα όταν ήταν ήδη οκτώ χρονών. Στη συνέχεια οι καλές της επιδόσεις και η ανάγκη της για μόρφωση έπεισαν το περιβάλλον να της δώσει την ευκαιρία μιας στοιχειώδους εκπαίδευσης. Οι δάσκαλοί της, οι κληρικοί Γεώργιος Τσουκαλάς, Βασίλειος Ρωμαντζάς και Θεοδόσιος Δημάδης, οι μόνοι που είχαν την άδεια να επισκέπτονται το σπίτι του αυστηρού πατέρα της, καθοδήγησαν την εκπαίδευσή της μέσα από θρησκευτικά κείμενα. Τις περισσότερες όμως γνώσεις της, η Ελισάβετ τις απέκτησε μέσα από τους τίτλους της πατρικής βιβλιοθήκης, διαβάζοντας μόνη της, με πείσμα, τα έργα Ελλήνων και Ιταλών κλασσικών που σιγά σιγά την οδήγησαν στην δική της έκφραση και στα δικά της γραπτά.
‘Έως τούτον τον καιρόν, δηλαδή έως τον όγδοον χρόνον της ζωής μου, εγώ δεν εγνώριζα ακόμη το αλφαβητάρι. Η μητέρα μου επιθυμούσε να πάρη διδάσκαλον δια να με μάθη γράμματα, και καθώς μου λέγει τώρα, ήκουε μεγάλην θλίψιν οπόταν εστοχάζετο μη τύχη και μείνω τελείως αγράμματη. Επιθυμούσεν, είπα, να πάρη διδάσκαλον, αλλ’ αύτη η ταλαίπωρος δεν είχε καμμίαν εξουσίαν και δεν ημπορούσε να διάταξη τα πράγματα της φαμηλίας της καθώς ήτον εις την αρέσκειάν της. Η μάμμη μου είχε την επιστασίαν εκείνων των πραγμάτων όπου περικλείει ο οίκος, ο θείος μου είχε και έχει την επιστασίαν και την έξουσίαν των ακινήτων υπαρχόντων, ο πατέρας μου εφρόντιζε δια τας πολιτικάς υποθέσεις και δια τας οικιακάς δεν είχε καμμίαν έγνοιαν, όθεν η μητέρα μου είχε την επιστασίαν της ανατροφής των παιδιών, αλλά τα μέσα της έλειπον. Το μέσον δια να τον πληρώνη ημπορούσε νά το έχη, αλλά το μέσον δια να πάρη τούτον τον διδάσκαλον, πώς ημπορούσε να το εύρη; Το σπήτι μας είχε (καθώς και ακόμη έχει) εκείνο το παλαιόν, βάρβαρον και αφύσικον και απάνθρωπον ήθος, όπου θέλει ταις γυναίκαις ξεχωρισμέναις από την ανθρωπίνην εταιρίαν. Έξ αιτίας τούτου του κακοτάτου ήθους, αυτή ευρίσκετο χωρίς καμμίαν γνώρισιν και να πάρη άνθρωπον όπου δεν εγνώριζε μήτε αυτή το ήθελε, μήτε η επίλοιπη φαμήλια. Εστοχάσθη λοιπόν νά μου δείξη αυτή η ιδία εκείνα τα ολίγα γράμματα, όπου ήξευρεν, όθεν μου ήγόρασε μίαν φυλλάδα, και άρχισε κάθε βράδυ να μου καππακίζη το « Αγιος ο Θεός, άγιος ισχυρός, άγιος αθάνατος, ελέησον ημάς.’
Σε όλο της το έργο η Ελισάβετ εκφράζει περισσότερο τον συναισθηματικό της κόσμο παρά συνειδητοποιημένες θέσεις για πολιτικά ή κοινωνικά γεγονότα, των οποίων την βαρύτητα δεν ήταν δυνατόν να αντιληφθεί αποκλεισμένη όπως ήταν στο αρχοντικό της οικογένειάς της. Ακόμη και η χαρά της για την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης έχει κάτι το ρομαντικό και δεν εκφράζει συνειδητοποιημένες εθνικές θέσεις. ‘Εγώ εις τα λόγια του άκουσα το αίμα μου να ζεσταίνη, επεθύμησα από καρδίας να ήθελεν ημπορώ να ζωστώ άρματα, επεθύμησα από καρδίας να ήθελεν ημπορώ να τρέξω δια να δώσω βοήθειαν εις ανθρώπους οπού δι’ άλλο (καθώς εφαίνετο) δεν επολεμούσαν, παρά δια θρησκείαν και διά πατρίδα, και δια εκείνην την ποθητήν ελευθερίαν, η οποία καλώς μεταχεριζομένη, συνηθά να προξενή την αθανασίαν, την δόξαν, την ευτυχίαν των λαών.’ Επίσης παρότι νιώθει την καταπίεση των γυναικών της εποχής της και του τόπου της, δεν αναφέρεται και δεν φαίνεται να προβληματίζεται για τις γυναίκες των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων αφού δεν αναφέρεται καθόλου σ’ αυτές.
Η πίστη της στην αξία της γνώσης, η λαχτάρα της για μια πιο ελεύθερη ζωή και η καταγγελία των αυστηρών ηθών για τις γυναίκες της Ζακυνθινής κοινωνίας την οδήγησαν να ζητήσει από τους γονείς της να της επιτρέψουν την καταφυγή σε ένα μοναστήρι, έτσι ώστε να μπορέσει ανενόχλητα να αφοσιωθεί στο έργο της. Ούτε όμως σε αυτό η οικογένεια συναίνεσε. Στα τριάντα της χρόνια, μετά από μακροχρόνια ταπεινωτικά παζάρια για την προίκα, την παντρεύουν με τον κατά είκοσι χρόνια μεγαλύτερό της Νικόλαο Μαρτινέγκο. Ένα χρόνο αργότερα και λίγες μέρες μετά τη γέννηση του γιού της η Ελισάβετ πεθαίνει από επιπλοκές του τοκετού.
Παρά τα περιορισμένα μέσα της και ζώντας φυλακισμένη στο αρχοντικό της οικογένειας, η Ελισάβετ κατάφερε να δημιουργήσει πνευματικό έργο μεγάλης αξίας∙ έγραψε ποιήματα και θεατρικά έργα, οικονομικές και ποιητικές μελέτες, μία πεζή μετάφραση της Οδύσσειας του Ομήρου και μία του Προμηθέα Δεσμώτη του Αισχύλου. δεν ευτύχησε όμως να δει κανένα από τα έργα της δημοσιευμένο.
50 χρόνια μετά τον θάνατό της ο γιός της, ο Ελισαβέτιος Μαρτινέγκος, δημοσίευσε λογοκριμένη την Αυτοβιογραφία της ενώ το υπόλοιπο έργο της χάθηκε το 1953 στη μεγάλη πυρκαγιά της Ζακύνθου.
Η Αυτοβιογραφία της Ελισάβετ Μουτζάν Μαρτινέγκου (τελευταία έκδοση από τις εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ), είναι τόσο το χρονικό της δημιουργικής πορείας της Ζακυνθινής λογίας και της διεκδίκησης της έμφυλης ταυτότητάς της όσο και η προβολή των εξουσιαστικών σχέσεων στο οικογενειακό και το ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον της εποχής. Σημαντικό στοιχείο της τελευταίας έκδοσης του βιβλίου η αναλυτική εισαγωγή της Κατερίνας Σχινά.
Reblogged στις worldtraveller70.
Μου αρέσει!Μου αρέσει!