Η Βαλκανική Τριλογία αποτελείται από τα τρία μυθιστορήματα που φέρουν τους τίτλους ‘Η Μεγάλη Τύχη’, ‘Η κατεστραμμένη πόλη’ και ‘Ήρωες και Φίλοι’. Μετά την ‘Βαλκανική Τριλογία’ η Ολίβια Μάνινγκ (Olivia Manning 1908-1980) έγραψε την ‘Τριλογία του Λεβάντε’. Και τα δύο έργα αποτελούν μια σειρά με τον γενικό τίτλο Fortunes of War, η οποία έχει μεταφερθεί στη μικρή οθόνη με πρωταγωνιστή τον Κένεθ Μπράνα και την Έμμα Τόμσον.
Στη Βαλκανική Τριλογία η συγγραφέας προβάλει την ασυνήθιστη και συναρπαστική ιστορία των Βρετανών πολιτών που βρέθηκαν στην Ανατολική Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Το έργο είναι σχεδόν αυτοβιογραφικό, βασισμένο χαλαρά στις προσωπικές της εμπειρίες αφού όπως η ηρωίδα της έτσι και η Μάνινγκ ακολούθησε το σύζυγό της την ίδια εποχή στο Βουκουρέστι και στη συνέχεια στην Αθήνα και την Αίγυπτο. Είναι εμφανές λοιπόν από πού αντλεί τις ζωντανές περιγραφές των τόπων και των καταστάσεων και αποτυπώνει τις δοκιμασίες και τα συναισθήματα που έχει ζήσει η ίδια.
Η εξιστόρηση της Μάνινγκ στη Βαλκανική Τριλογία αρχίζει το φθινόπωρο του 1939 με τον Γκάι και τη Χάριετ Πρινγκλ να ταξιδεύουν προς στο Βουκουρέστι, όπου ο Γκάι επιστρέφει, από την καλοκαιρινή άδειά του, στην εργασία του στο Πανεπιστήμιο όπου διδάσκει αγγλική λογοτεχνία. Ο Γκάι και η Χάριετ είναι μόλις μια εβδομάδα παντρεμένοι μετά από ένα σύντομο ειδύλλιο και ταξιδεύουν με το Orient Express διασχίζοντας την Ευρώπη ενώ την ίδια εποχή ο Χίτλερ προελαύνει στην Πολωνία.
Στο τρένο οι συνταξιδιώτες τους είναι αγχωμένοι και φοβισμένοι αλλά οι δύο νέοι δεν είναι απολύτως βέβαιοι για τους κινδύνους που διατρέχουν ενώ παρατηρούν και το προσωπικό του τρένου που είναι νευρικό και εχθρικό. Οι Πρινγκλς επισημαίνουν αυτή τη νευρικότητα γύρω τους και την αντιμετωπίζουν με συμπάθεια, αλλά και αποστασιοποίηση, και ένα από τα θέματα της Βαλκανικής Τριλογίας είναι η αργή απώλεια αυτής ακριβώς της αποστασιοποίησης.
Όταν φθάνουν στο Βουκουρέστι η ζωή μοιάζει να μην έχει ακόμη ξεφύγει από τους συνήθεις ρυθμούς της και γρήγορα το νέο ζευγάρι βυθίζεται στην κοινωνική ζωή της πόλης συναναστρεφόμενο κυρίως ομοεθνείς τους σε μπαρ και εστιατόρια, και παρατηρώντας τις μικρές αλλαγές στη χώρα. Τα τρόφιμα αρχίζουν να εξαφανίζονται από τα καταστήματα και τα εστιατόρια, οι υπουργοί της κυβέρνησης που φέρονται εναντίον των Γερμανών εκδιώκονται, ο Ρουμάνος πρωθυπουργός δολοφονείται, οι απειλές στα σοβιετικά σύνορα γίνονται πιο έντονες και καθώς ο καιρός περνάει το Βουκουρέστι αντιμετωπίζει έναν ασυνήθιστα παγωμένο χειμώνα. Αυτή η αργή διάβρωση της κανονικότητας είναι το επίκεντρο των δύο πρώτων βιβλίων της τριλογίας.
Η Μάνινγκ αφηγείται καθηλωτικά την καθημερινή ζωή της χώρας και την πορεία της από την ειρήνη στον πόλεμο, από τη ξεγνοιασιά και την ασφάλεια στην αβεβαιότητα και το φόβο. Εκτός όμως από τα γεγονότα του πολέμου στο επίκεντρο της ιστορίας βρίσκεται και ο γάμος του ζευγαριού. Με την επιστροφή τους στο Βουκουρέστι η Χάριετ και ο Γκάι πρέπει να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα που τους επιβάλλει η πολιτική κατάσταση αλλά και να γνωριστούν και να μάθουν να συνυπάρχουν ο ένας με τον άλλο. Είναι δύο άνθρωποι τελείως διαφορετικοί. Ο Γκάι είναι κοινωνικός, κάνει φίλους εύκολα και εμπιστεύεται αμέσως τους ανθρώπους ενώ η Χάριετ που έχει βιώσει μια δύσκολη παιδική ηλικία είναι πιο μοναχική και εσωστρεφής.
«Δεν έχω γονείς. Ή τουλάχιστον γονείς άξιους αναφοράς. Χώρισαν όταν ήμουν πολύ μικρή. Ξαναπαντρεύτηκαν και οι δύο, και κανέναν τους δεν βόλευε να με πάρει κοντά του. Με μεγάλωσε η θεία μου η Πένι. Κι αυτή με θεωρούσε βάρος, κι όταν έκανα αταξίες, μου έλεγε : ‘Δεν απορώ που δεν σ’ αγαπάνε ο μπαμπάς κι η μαμά σου’».
Όπως επισημαίνει και η Rachel Cusk στην εισαγωγή του βιβλίου ‘Η στερημένη καρδιά της Χάριετ είναι το σταθερό μοτίβο των χιλίων τόσων πυκνογραμμένων σελίδων της Βαλκανικής Τριλογίας’.
Η Μάνινγκ μεταφέρει εξαιρετικά τα συναισθήματα της Χάριετ για τον Γκάι και τον γάμο τους. Ο Γκάι είναι συνεχώς απασχολημένος με όλους τους άλλους και σπάνια ασχολείται με τα συναισθήματα της Χάριετ που παραμένει απομονωμένη και ανήσυχη. Πολιτικά αφελής, γενναιόδωρος και ανοιχτόκαρδος με όλους, μοιάζει να θεωρεί τη Χάριετ προέκταση του εαυτού του και όπως δεν προστατεύει τον εαυτό του δεν προστατεύει κι εκείνη.
‘Όταν τον είχε πρωτογνωρίσει, φανταζόταν πως το μόνο που είχε ανάγκη ο Γκάι ήταν μια ευκαιρία. Τώρα άρχιζε να υποψιάζεται ότι δεν ήθελε καμία ευκαιρία. Δεν ήθελε να συρθεί σε κανενός είδους ανταγωνισμό. Ήθελε διασκέδαση. Και ήθελε επίσης να γίνεται το δικό του, και για να τα καταφέρει ήταν ικανός να φερθεί τόσο εγωιστικά όσο ο καθένας. Όμως ήταν πάντα δικαιολογημένος. Ναι, ήταν πάντα δικαιολογημένος. Κι αν δεν έβρισκε δικαιολογία, μπορούσε πάντα να καταφύγει σε κάποια από τις ηθικές αρχές του.’
Η Χάριετ από την άλλη παρατηρεί τον κύκλο των ανθρώπων που περιβάλουν τον Γκάι με διαφορετικό βλέμμα και απογοητεύεται από την απροθυμία του συζύγου της να αντιληφθεί τις προθέσεις των άλλων. Η Χάριετ είναι μόνο 22 ετών και όχι τόσο μορφωμένη όσο ο Γκάι, αλλά είναι οξυδερκής. Βλέπει τα πράγματα και τους ανθρώπους όπως είναι. Ενώ όμως αισθάνεται παραμελημένη είναι αποφασισμένη να μείνει στο γάμο της και όσο περνάει ο καιρός γνωρίζει καλύτερα τον σύζυγό της και καταλαβαίνει τα κίνητρα και τις ανάγκες του. Περνάει λοιπόν από την έκπληξη στην απογοήτευση και τέλος στην αποδοχή των διαφορών τους.
‘Πώς κατέληξα να παντρευτώ κάποιον τόσο διαφορετικό από μένα;
Τον είχε παντρευτεί όμως. Και ίσως, ασυνείδητα, να τον είχε παντρευτεί για τη διαφορετικότητά του.’
Σε όλο αυτό το εσωτερικό ταξίδι της Χάριετ, η Μάνινγκ προβάλει έξυπνα και τη συμβολή του επερχόμενου πολέμου στην αλλαγή της παραδοσιακής εικόνας της κοινωνίας, ειδικά για τις γυναίκες. Είναι εμφανές ότι ενώ οι άνδρες βρίσκονται αφοσιωμένοι στη δημόσια ζωή, οι γυναίκες έχουν σημαντικές δυσκολίες. Η Χάριετ όμως που έχει τη δυνατότητα να αποδράσει από αυτή τη μοίρα και να ικανοποιήσει τις ανάγκες της βρίσκοντας διεξόδους εκτός γάμου, εντούτοις απορρίπτει τις προτάσεις και μένει με τον Γκάι. Όπως γράφει και η Cusk ‘Η αποφασιστικότητα της Χάριετ να σώσει – κόντρα σε κάθε αντιξοότητα – τον γάμο της, να πραμείνει αντί να εγκαταλείψει, να κρατήσει αντί να καταστρέψει, αποτελεί τον άλλο, ιδιωτικό, πόλεμο του μυθιστορήματος.’
Πέρα από τις ιδιαιτερότητες του χαρακτήρα του Γκάι, η Χάριετ έχει να τα βγάλει πέρα και με ένα αριθμό χαρακτήρων που τους περιβάλουν. Ένας από αυτούς είναι ο Γιάκιμοφ, ένας ξεπεσμένος Ρωσο-Ιρλανδός αριστοκράτης που περιφέρεται γκρινιάζοντας για τα περασμένα μεγαλεία. ‘Ο φουκαράς ο Γιάκι’ -όπως αποκαλεί τον εαυτό του εκβιάζοντας τη συμπάθεια του περίγυρου – με το γούνινο φθαρμένο παλτό που είχε χαρίσει ο τσάρος στον πατέρα του, ζει σε βάρος των άλλων. Βασίζεται στην καλοσύνη τους και συχνά δανείζεται χρήματα που δεν επιστρέφει και προσκολλάται στις παρέες για να εξασφαλίσει ένα ακριβό δείπνο ή ένα ακριβό ποτό. Κάποιες φορές μοιάζει εγωιστής και αγνώμων ενώ κάποιες άλλες τραγικά ανόητος. Κάποια στιγμή καταλήγει να φιλοξενείται στο σπίτι των Πρινγκλς – παρά την εμφανή αντίρρηση της Χάριετ – όπου παραμένει για καιρό φροντίζοντας με απόλυτη αδιακρισία τη δική του ευημερία.
Εκτός όμως από τον Γιάκιμοφ κοντά στο ζευγάρι υπάρχει ο προϊστάμενος του Γκάι καθηγητής Ίντσκεϊπ, ο συνάδελφός του Κλάρενς που δείχνει ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη Χάριετ, η εβραϊκής καταγωγής όμορφη και πονηρή Σόφι που υπολόγιζε να παντρευτεί τον Γκάι για να εξασφαλίσει βρετανικό διαβατήριο, ο διπλωμάτης Ντόμπι Ντόμπσον, η οικογένεια Ντρούκερ και ο γιός τους Σάσα, ο μαρξιστής ομοϊδεάτης του Γκάι Ντέιβιντ Μπόιντ, η Μπέλα Νικολέσκου Αγγλίδα παντρεμένη με Ρουμάνο καθώς και διάφοροι δημοσιογράφοι που τριγυρίζουν στα μπαρ και παρακολουθούν τις φήμες για τις πολιτικές εξελίξεις και τον πόλεμο.
Τις φήμες όμως για εισβολή των Γερμανών κανείς δεν τις πιστεύει στην αρχή. Οι Ρουμάνοι αισθάνονται ότι δεν έχουν σχέση με τα σχέδια του Χίτλερ και ότι ο πόλεμος δεν θα φτάσει σ’ αυτούς ενώ οι Βρετανοί πιστεύουν ότι οι Γερμανοί έχουν άλλες προτεραιότητες και άλλωστε δεν μπορούν να επιτεθούν μέσα στο χειμώνα! Είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακή η αίσθηση ασφάλειας που νιώθουν όλοι και η βεβαιότητα με την οποία δηλώνουν ότι ο πόλεμος δεν θα τους αγγίξει.
Οι φήμες όμως πληθαίνουν και οι Άγγλοι αρχίζουν να θεωρούνται οι πιθανοί χαμένοι του πολέμου, Στο Βουκουρέστι δε η θέση τους γίνεται πιο επισφαλής μετά τις πιέσεις για παραίτηση του Βασιλιά που υποστήριζε η Βρετανία. Ο Γκάι προσπερνάει τα σημάδια του κινδύνου και ενώ η Χάριετ αρχίζει να λαχταρά την επιστροφή στη χώρα της, εκείνος αρνείται να φύγει και αποφασίζει να ανεβάσει ένα θεατρικό έργο στο οποίο συμμετέχουν φοιτητές, γνωστοί και φίλοι.
Καθώς το Βουκουρέστι βιώνει αναταραχές και η γερμανική παρουσία είναι έντονη η Χάριετ τελικά φεύγει για την Αθήνα όπου μετά από λίγο τη συναντά και ο Γκάι. Ένα μεγάλο μέρος του κύκλου των γνωστών τους από το Βουκουρέστι – του Γιάκιμοφ μη εξαιρουμένου – βρίσκονται ήδη στην Ελλάδα αλλά είναι απρόθυμοι να βοηθήσουν τον Γκάι.
‘Παρακολουθώντας τον Γκάι να προετοιμάζει χαρούμενος μια σειρά μαθημάτων τα οποία ενδεχομένως να μην παρακολουθούσε κανένας φοιτητής, η Χάριετ αναρωτήθηκε πού άρχιζε και πού τελείωνε για εκείνον η πραγματικότητα. Μπορούσε να παραπλανηθεί από το αληθοφανές, να εξαπατηθεί από εθελοτυφλία, να εντυπωσιαστεί από το δευτεροκλασάτο – κι όλα αυτά στο όνομα της ευσπλαχνίας, φυσικά. Μα ήταν όντως φιλεύσπλαχνη μια τέτοια ευσπλαχνία;
Κάποτε αγανακτούσε όταν οι άλλοι του ασκούσαν κριτική. Τώρα, συνειδητοποίησε, τον κατέκρινε και η ίδια. Και ακόμα πιο εκπληκτικό ήταν το γεγονός ότι βαριόταν τη συντροφιά του.
Ωστόσο, όπως παρατηρούσε αυτόν τον γενναιόδωρο και απείρως καλόψυχο άνθρωπο να κάθεται εκεί, παντελώς ανυποψίαστος για την κριτική ή τη βαρεμάρα της, η καρδιά της σφίχτηκε από συγκίνηση. Καθώς αναλογιζόταν τη διαδικασία της δέσμευσης και της συνακόλουθης απομυθοποίησης που ήταν κάθε γάμος, συνειδητοποίησε πως έμπαινε κανείς σ’ αυτόν ανυποψίαστος και, εντελώς ανυποψίαστος, διαπίστωνε ότι ήταν παγιδευμένος.’
Λίγο μετά την άφιξή τους στην Αθήνα, η Ιταλία κηρύσσει τον πόλεμο στην Ελλάδα. Τα σύννεφα του πολέμου μαζεύονται και πάλι και η αρχική αισιοδοξία των Ελλήνων μετατρέπεται σε ανησυχία με την γερμανική απειλή να πλησιάζει, ενώ η Χάριετ αισθάνεται ότι την ασφάλεια που είχε ανάγκη δεν θα την εύρισκε ούτε στην Ευρώπη αλλά ούτε και στον ασταθή γάμο της.
Η Βαλκανική Τριλογία είναι μια ιστορία τόσο για την πορεία του γάμου ενός νεαρού ζευγαριού όσο και μια διαφορετική άποψη του πολέμου και των συνεπειών του. Οι αγώνες των Ρουμάνων, η φυγή των Εβραίων από τη Ρουμανία και τη Βουλγαρία και η βρετανική κοινότητα στην Ελλάδα περιγράφονται έντονα. Το πιο σημαντικό όμως είναι η βαθιά και ρεαλιστική απεικόνιση των χαρακτήρων.Πρέπει επίσης να επισημανθεί ο τρόπος που η Μάνινγκ αναφέρεται στις δύο χώρες που κυριαρχούν στην αφήγηση. Οι περιγραφές της για τη Ρουμανία μοιάζουν να ακολουθούν τα αρνητικά Βαλκανικά στερεότυπα ενώ για την Ελλάδα η συγγραφέας είναι σίγουρα επηρεασμένη από τις περιγραφές των ελληνιστών που κοσμούν τη βρετανική λογοτεχνία.

Ενώ για την Ρουμανία γίνεται συχνά επικριτική αναγνωρίζοντας μια βαθιά διεφθαρμένη άρχουσα τάξη που υποστηρίζεται από τη Βρετανία και παρουσιάζει τους Ρουμάνους ως άξεστους χωρικούς που έλκονται από τα φασιστικά ιδεώδη του Χίτλερ, εντούτοις οι αναφορές της για την Ελλάδα είναι γεμάτες συμπάθεια. Περιγράφει τους Έλληνες ως φιλόξενους προς τους Βρετανούς συμμάχους τους και ένθερμους στην αντίθεσή τους προς τους Γερμανούς και τους Ιταλούς. Τους παρακολουθεί με συγκίνηση να βιώνουν τρομερές απώλειες σε ανθρώπινες ζωές και να καταφέρνουν να υπερασπιστούν τη χώρα τους μέχρι τελικά να υποκύψουν στην γερμανική πολεμική μηχανή.
Η Βαλκανική Τριλογία είναι ένας ποταμός λέξεων 1.280 σελίδων γεμάτων σκέψεις, εικόνες, ιστορικά γεγονότα, συναισθήματα και το ιδιαίτερο χρώμα μιας εποχής που έχει αφήσει έντονο αποτύπωμα στην ιστορία όλων σχεδόν των λαών της Ευρώπης.
Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ σε υπέροχη μετάφραση Κλαίρης Παπαμιχαήλ και εισαγωγή της Rachel Cusk.
Εκδόσεις : ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ
Διαβάστε επίσης :
Reblogged this on worldtraveller70.
Μου αρέσει!Μου αρέσει!