«H Λευκή Καραϊβική» είναι η αρχή της νέας τριλογίας του Μωρίς Αττιά η οποία χρονολογικά ξεκινά το 1976 και θα ολοκληρωθεί το 1981. Μετά την πολύ επιτυχημένη σειρά βιβλίων που περιλάμβανε το «Μαύρο Αλγέρι», την «Κόκκινη Μασσαλία» και το «Παρίσι μπλουζ», ο συγγραφέας ο οποίος ασκεί το επάγγελμα του ψυχιάτρου-ψυχαναλυτή τοποθετεί τη δράση του ήρωά του Πάκο Μαρτίνεθ σε νέο περιβάλλον. Ο Πάκο σινεφίλ, πρώην ντετέκτιβ και πιε-νουάρ (Γάλλος της Αλγερίας) όπως και ο Αττιά ταξιδεύει μέχρι τη Γουαδελούπη, αυτό το μικρό σύμπλεγμα νησιών στις Γαλλικές Αντίλλες, για να δώσει λύση σε μια περίπλοκη ιστορία.
Λίγα χρόνια μετά την τελευταία του ιστορία, ο Πάκο ζει στην Αιξ-αν-Προβάνς με τη σύζυγό του πλέον Ιρέν (που γνωρίσαμε σε προηγούμενα βιβλία), η οποία διατηρεί ένα κατάστημα καπέλων, και την εξάχρονη κόρη τους Μπερενίς. Ο ίδιος εργάζεται ως δικαστικός συντάκτης και κριτικός κινηματογράφου στην εφημερίδα Le Provencal έχοντας παραιτηθεί από την Αστυνομία της Μασσαλίας. Ένα τηλεφώνημα από τον παλιό συνεργάτη του Κουπί (ή κατά κόσμον Τιγκράν Κουπιγκιάν) στο Εγκληματολογικό της Μασσαλίας φέρνει τον Μαρτίνεθ σε βοήθειά του στο Πουάντ-α-Πιτρ της Γουαδελούπης. Ο Πάκο χρωστά στον αρμενικής καταγωγής Κουπί το παλιό του χρέος, καθώς εκείνος έσωσε τη ζωή του ιδίου και της Ιρέν. Τους δυο πρώην συνεργάτες δένει δυνατή φιλία για την αξία της οποίας γράφει ο συγγραφέας:
«Για να δημιουργήσεις μια σχέση με την ελπίδα ότι θα εξελιχθεί σε φιλία, πρέπει να είσαι διατεθειμένος να μοιράζεσαι χαρές και λύπες, ευχάριστες ή δυσάρεστες εμπειρίες, να είσαι παρών όταν ο άλλος σε χρειάζεται. Ανά πάσα στιγμή. Οπουδήποτε. Η απογοήτευση ήταν κάτι πολύ συνηθισμένο σε δήθεν φιλίες. Πόσοι και πόσοι δεν μπέρδευαν τι θα πει σύντροφος, συνάδελφος και φίλος; Πόσοι και πόσοι δεν φαντάζονταν πως είχαν λεγεώνες φίλων, ώσπου διαπίστωναν πως, όταν τους είχαν ανάγκη, ορισμένοι δεν ήταν διαθέσιμοι, άλλοι δεν ήταν αφοσιωμένοι, τους απέφυγαν ή εξαφανίζονταν, έλειπαν ή σιωπούσαν…»
Η προσγείωση στο αεροδρόμιο του νησιού μετά από μια πολύωρη ανταπόκριση φέρνει τον Μαρτίνεθ αντιμέτωπο με ένα διαφορετικό Κουπί καθώς η αλλαγμένη φιγούρα του δεν επέτρεψε στον ίδιο ακόμη και να αναγνωρίσει το φίλο και παλιό του συνεργάτη. «Είχε όψη άστεγου μεθύστακα, σαν του αλκοολικού γιατρού στην ταινία Οι Υπερήφανοι: μια μαύρη δασύτριχη γενειάδα του κατέτρωγε το πρόσωπο, μαύροι κύκλοι γύρω από τα μάτια, σκαμμένα μάγουλα, πυκνά λιπαρά μαλλιά, ιδρωμένα ρούχα αμφίβολης καθαριότητας. Ήταν αξιολύπητος.» Η ίδια εικόνα παρακμής διατηρείται τόσο στο σπίτι «Ένα απερίγραπτο μπουρδέλο, λιγότερο βρώμικο από το αμάξι του, μα κατ’ εικόνα της εμφάνισής του. Σε πλήρη εγκατάλειψη» όσο και στο αυτοκίνητο «Μπήκαμε στο αυτοκίνητό του, έναν κίτρινο κάδο απορριμμάτων με μορφή Σκαραβαίου» του Κουπί. Ο Αρμένιος που πήγε στη Γουαδελούπη πριν οκτώ χρόνια με τη γυναίκα της ζωής του, Εύα η οποία τον εγκατέλειψε μερικά χρόνια αργότερα, εργάζεται ως νυχτοφύλακας και ζει με τη συντροφιά του αλκοόλ. Μια νύχτα και παρά τη θέλησή του γίνεται μάρτυρας της δολοφονίας του Σελεστέν Φαραπατί, αρχιτέκτονα, επιχειρηματία και τελευταίου εραστή της Εύας. Τότε συνειδητοποιεί ότι κινδυνεύει να κατηγορηθεί για τη δολοφονία αυτή και καλεί εσπευσμένα τον Πάκο ενώ διαρκώς νέοι φόνοι και εξαφανίσεις προστίθενται στην ιστορία. Με φόντο το νησί της Καραϊβικής το οποίο παρουσιάζεται από τη μια πλευρά ειδυλλιακό όσον αφορά τη φυσική ομορφιά και την ιδιαιτερότητα που το χαρακτηρίζει και από την άλλη ένας τόπος που «πλήττεται από ηφαιστειακές εκρήξεις, σεισμούς και κυκλώνες. Κι ας μην ξεχνάμε τις βίαιες κοινωνικές συγκρούσεις, και το λαθρεμπόριο μαλακών ή σκληρών ναρκωτικών…» οι δυο φίλοι και παλιοί συνεργάτες προσπαθούν να διαλευκάνουν μια δύσκολη και σκληρή υπόθεση που περιλαμβάνει ναρκωτικά, πολιτικές φιλοδοξίες, διαφθορά, διαπλοκή, απομεινάρια αποικιοκρατίας, προσωπικά μυστικά. Ο ξαφνικός θάνατος του Κουπί από ακαριαίο έμφραγμα, ο οποίος γίνεται γνωστός στην αρχή του βιβλίου ναι μεν βοηθά στη συναισθηματική αποφόρτιση του αναγνώστη μειώνει όμως την αίσθηση του μυστηρίου που πρέπει να έχει ένα αστυνομικό ή νουάρ μυθιστόρημα. Η Ιρέν καταφθάνει για να βοηθήσει τον Πάκο στη διαλεύκανση της υπόθεσης και το συζυγικό δίδυμο- ντετέκτιβ μετά από αρκετές δυσκολίες καταφέρνει να αποκαλύψει την αλήθεια στον αναγνώστη ο οποίος έχει σχεδόν οδηγηθεί στο ίδιο συμπέρασμα ακολουθώντας τα ίχνη της υπόθεσης.
Το βιβλίο δεν παρουσιάζει την ίδια φρεσκάδα και αιχμηρότητα της προηγούμενης τριλογίας του συγγραφέα. Ο Αττιά όμως εκτός από την αστυνομική ιστορία την οποία ξεπλέκει με το γνωστό τρόπο του, αξιοποιεί και στη «Λευκή Καραϊβική», ένα συγκεκριμένο κοινωνικό και πολιτικό περιβάλλον ενσωματώνοντας σ’ αυτό πλήθος ιδιωτικών, ιστορικών, αρχιτεκτονικών στοιχείων. Οι πληροφορίες που αφορούν στη γεωγραφία, το κλίμα, τον τρόπο ζωής, τα ήθη και έθιμα, τις παραδόσεις ακόμη και τα τοπικά εδέσματα συντελούν στη δημιουργία μιας καθαρής και ολοκληρωμένης εικόνας για το νησί, γεγονός που διευκολύνει την παρακολούθηση, κατανόηση και συμμετοχή του αναγνώστη στην υπόθεση. Η αστυνομική πλοκή είναι σχετικά εύκολη στη λύση της ενώ, κάποιες φορές, η αναγκαιότητα χρήσης τόσων ερωτικών και σεξουαλικών λεπτομερειών είναι ένα ερώτημα.
Παράλληλα όμως ο Αττιά, αξιοποιώντας την ψυχαναλυτική εμπειρία που διαθέτει, δημιουργεί σωστά αναλυμένους και στιβαρούς ήρωες οι οποίοι και εναλλάσσονται στην αφήγηση της ιστορίας, η οποία είναι μεν πρωτοπρόσωπη αλλά το λόγο παίρνουν διαδοχικά ο Κουπί, ο Πάκο, η Εύα, η Ιρέν.
Ανεξάρτητα από τη δύναμη της πλοκής και την ένταση της αφήγησης, ο Αττιά προσφέρει στο βιβλίο του και μια κριτική για τον τρόπο με τον οποίο αναπτύχθηκαν αυτές οι υπερπόντιες κτήσεις της Γαλλίας, και συγκεκριμένα οι Γαλλικές Αντίλλες, και το ρόλο που έπαιξε στην ανάπτυξη αυτή η μητέρα πατρίδα μέσα σε έναν κύκλο έντονης διαφθοράς, διαπλοκής και οικονομικών συμφερόντων.
Ακόμη και αν πέρασαν αρκετά χρόνια από την ιστορία στο «Μαύρο Αλγέρι» οι δυο φίλοι συνειδητοποιούν πως:
«Ποτέ δεν αλλάζουμε στ’ αλήθεια… Στην καλύτερη περίπτωση, εξερευνούμε κάποια παρθένα ακόμα εδάφη του χάρτη μας, στη χειρότερη τα έλη της ιστορίας μας… Η ζωή είναι μια ατελείωτη σειρά μπελάδων, με μερικές γαλήνιες στιγμές που οι άνθρωποι τις ονομάζουν ευτυχία…»
Πόσο δίκιο έχουν!
Το βιβλίο κυκλοφορεί σε μετάφραση της Χαράς Σκιαδέλλη από τις εκδόσεις ΠΟΛΙΣ.
Εκδόσεις : ΠΟΛΙΣ
Reblogged στις worldtraveller70.
Μου αρέσει!Μου αρέσει!