Πώς αντιμετωπίζει ο άνθρωπος το αναπόφευκτο του τέλους; Μπορεί κανείς να επιλέξει τον θάνατό του; Τι σημαίνει αξιοπρέπεια στο τέλος της ζωής; Αν είμαστε οι αναμνήσεις μας, τι μένει από εμάς όταν ξεχνάμε; Πώς βρίσκουμε νόημα σε έναν κόσμο γεμάτο πόνο, απώλεια και αβεβαιότητα; Μπορεί ένα αγαπημένο τοπίο να γίνει μέρος της ταυτότητάς μας; Πώς συνυπάρχουν, συγκρούονται ή συνδιαλέγονται το σώμα και η ψυχή; Τι απομένει όταν το σώμα χάνεται;
Αυτά είναι κάποια από τα υπαρξιακά ερωτήματα που διατρέχουν τις ιστορίες της Λουντμίλα Ουλίτσκαγια στη συλλογή διηγημάτων «Στο σώμα της ψυχής» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΑΓΡΑ σε μετάφραση Αλεξάνδρας Ιωαννίδου. Σ’αυτό το έργο της ωριμότητάς της η μεγάλη Ρωσίδα λογοτέχνης διερευνά τα θεμελιώδη ερωτήματα της ανθρώπινης ύπαρξης μέσα από μια σειρά συγκλονιστικών ιστοριών, αποφεύγοντας να δώσει απαντήσεις αλλά προσκαλώντας τον αναγνώστη να βρει τις δικές του αλήθειες.

Η Λουντμίλα Ουλίτσκαγια (Ludmila Ulitskaya, 1943 – ) γεννήθηκε στα Ουράλια και μεγάλωσε στη Μόσχα. Σπούδασε γενετική, αλλά το 1970 απολύθηκε από το Ινστιτούτο Γενετικής όπου εργαζόταν επειδή διάβαζε και διένειμε απαγορευμένη λογοτεχνία. Η εμπειρία της από τη σοβιετική καταπίεση και ο αγώνας της για πνευματική ελευθερία σημάδεψαν βαθιά το έργο της. Το «Στο σώμα της ψυχής» γράφτηκε ενώ η ίδια διάγει το τελικό επεισόδιο της ζωής της και αναλογίζεται το ερώτημα της ύπαρξης με μια σοφία που πηγάζει από τα βιώματά της. Η Ουλίτσκαγια μεταμορφώνει τις προσωπικές της εμπειρίες, την πνευματική καταπίεση και τον αγώνα για ελευθερία σε καθολικές ιστορίες για την ανθρώπινη κατάσταση. Αν και τα διηγήματα δεν είναι αυτοβιογραφικά με άμεσο τρόπο, πολλά από αυτά φέρουν τη ίχνη των εμπειριών, των αξιών και του φιλοσοφικού στοχασμού της συγγραφέως.
Η συλλογή διηγημάτων «Στο σώμα της ψυχής» αποτελείται από δύο ομάδες ιστοριών. Το πρώτο μέρος έχει τίτλο «Φίλες» ενώ το δεύτερο «Στο σώμα της ψυχής». Τα δύο ποιήματα που λειτουργούν ως εισαγωγή της κάθε ομάδας διηγημάτων δίνουν τον τόνο για το πώς πρέπει να διαβαστούν οι ιστορίες που ακολουθούν.
Το ποίημα που εισάγει το πρώτο μέρος στρέφει το βλέμμα στο παρελθόν και στους ανθρώπινους δεσμούς. Εδώ η ποίηση λειτουργεί ως ένας ιστός που συνδέει τους γυναικείους χαρακτήρες των ιστοριών. Το ποίημα μιλά για το μοίρασμα της ζωής, για τις κοινές εμπειρίες που γράφονται πάνω στα σώματα και στις μνήμες ενώ οι ηρωίδες των ιστοριών του πρώτου μέρους αναμετρώνται με την καθημερινότητα, την προδοσία, την επιβίωση και τη γυναικεία αλληλεγγύη. Το ποίημα προετοιμάζει τον αναγνώστη για ιστορίες όπου η ψυχή εκδηλώνεται μέσα από την αγάπη, τη φροντίδα και τη συντροφικότητα.
Αμαζόνες, κοριτσάκια, γριούλες φιλενάδες μου
με μπότες πολύχρωμες, με γαλότσες, σανδάλια, ξυπόλυτες
σε έναν χορό με τραγούδι γύρω γύρω, ξένοιαστο, η μια πίσω απ’ την άλλη,
με θόρυβο, πότε πότε με τσιρίδες
όλες επιστρέφουν, χοροπηδούν και χορεύουν, η μια τουίστ η άλλη καντρίλια.
Οι χοροί του κόσμου είναι ιεροί
και τα τραγούδια τους θεραπεύουν τους αρρώστους,
νανουρίζουν τα παιδιά ωστόσο δεν φέρνουν πίσω τους νεκρούς
αν και, ποιος ξέρει, μπορεί και να το μάθουν.
Η ματιά της συγγραφέως περικλείει τη θρησκευτική και φυλετική αποδοχή, την καθημερινή ζωή και τον τρόπο που οι γυναίκες διαμορφώνουν τους νέους έμφυλους ρόλους τους. Η Ουλίτσκαγια καταγράφει τη Ρωσία του σήμερα και του χθες χωρίς να καταφεύγει σε ιστορικές αναφορές, ενώ αναδεικνύει το γυναικείο ζήτημα με ιδιαίτερη ευαισθησία δημιουργώντας γυναικείους χαρακτήρες που αντιστέκονται στα κλισέ φύλου και γενικά δεν ακολουθούν τις παραδοσιακές προσδοκίες.
Είναι από τα στοιχεία των ιστοριών που παρατηρείται σχεδόν σε όλες τις ιστορίες είναι το θέμα των ορίων είτε πρόκειται για όρια συνείδησης, είτε για εσωτερικούς ή εξωτερικούς περιορισμούς, είτε πάλι για εκείνα τα όρια που επεκτείνονται, που αμφισβητούνται, που ξεπερνιούνται, που επιβάλλονται από άλλους κράτη, κοινωνίες, παραδόσεις ή από τους ίδιους τους χαρακτήρες. Και μέσα από αυτά τα όρια ο κύκλος της ζωής αναδύεται και κινείται άλλοτε φωτεινός και θαυματουργός, άλλοτε σκληρός και απογυμνωμένος. Ο έρωτας και τα γηρατειά, το αναπάντεχο και ο θάνατος, η αισθησιακή πληρότητα και η ψυχική ανύψωση, ο σωματικός πανικός και η πνευματική ελευθερία συνυπάρχουν σε ένα συνεχή διάλογο.

Το ποίημα που εισάγει το δεύτερο μέρος είναι πιο εσωτερικό και στοχαστικό. Λειτουργεί ως γέφυρα προς το άγνωστο και προδιαθέτει για μια θεματική όπου τα όρια της φυσικής υπόστασης θολώνουν. Η Ουλίτσκαγια, έχοντας σπουδάσει βιολογία και γενετική, προσεγγίζει την αγωνία αλλά και την περιέργεια για το τι συμβαίνει όταν το σώμα παύει να υποστηρίζει την ψυχή, με τη ματιά ενός επιστήμονα που όμως διαθέτει τη βαθιά ενσυναίσθηση ενός ανθρωπιστή. Στις ιστορίες του δεύτερου μέρους του βιβλίου ο θάνατος δεν αντιμετωπίζεται ως ένα τραγικό τέλος, αλλά ως μια μετάβαση, ενώ δημιουργείται η αίσθηση ότι η ψυχή είναι κάτι που εκπαιδεύεται κατά τη διάρκεια της ζωής για να μπορέσει τελικά να αποδεσμευτεί. Το σώμα δεν είναι η φυλακή της ψυχής, αλλά το απαραίτητο όργανο μέσω του οποίου μαθαίνει τον κόσμο. Οι περισσότερες από τις ιστορίες του βιβλίου έχουν μια επιφανειακή απλότητα και σχεδόν πάντα ξεκινούν σε ένα ρεαλιστικό πλαίσιο ενώ στη συνέχεια κάτι συμβαίνει και η ιστορία μεταφέρεται σε ένα διαφορετικό επίπεδο. Η συγγραφέας περιγράφει τις τελευταίες στιγμές των ηρώων της με μια ηρεμία που αγγίζει τον μυστικισμό. Μπροστά στο αναπόφευκτο παραδόξως αναδύεται η ελπίδα και η αίσθηση ότι ο θάνατος είναι μια απελευθέρωση από τα δεσμά της ύλης, το τελικό στάδιο της γνώσης όπου οι χαρακτήρες αντιλαμβάνονται πως ό,τι έχουν ζήσει, μάθει ή αισθανθεί, δεν χάνει το βάρος και τη σημασία του.
Στην τελευταία ιστορία, μια βιβλιοθηκάριος αρχίζει να χάνει την επαφή της με τις λέξεις. Η πρώτη λέξη που ξεχνά είναι η λέξη «σερπαντίνα» και σταδιακά η μνήμη της εξαφανίζεται. Καθώς ο κόσμος της υποχωρεί στο απόλυτο κενό, ένας άλλος ανοίγεται. «Η εικόνα που ανοίχτηκε μπροστά της ήταν πολύ μεγαλύτερη από τον κόσμο στον οποίο είχε ζήσει. Δεν υπήρχαν κενά εκεί μέσα, ούτε λευκές κηλίδες – η πυκνή υπέροχη ύφανση ήταν το διάστημα όπου και η γη και καθετί ζωντανό σ’ αυτή, και όλες οι γνώσεις για τα φυτά, για τα μικρόβια, για τα μυρμήγκια, για τους ελέφαντες και τους ανθρώπους ήταν συγκεντρωμένες μαζί και σχετίζονταν μεταξύ τους, περνώντας η μια μέσα στην άλλη. Ήταν η απόλυτη γνώση, η τέλεια και διαρκώς αυξανόμενη γνώση».
Αυτός είναι ο κόσμος στον οποίο μας προσκαλεί η Ουλίτσκαγια, ένας κόσμος όπου οι περιορισμοί μας γίνονται ευκαιρίες και οι αποτυχίες μας αγαπιούνται πέρα από κάθε όριο, ένας κόσμος όπου υπάρχει πάντα κάτι περισσότερο από ό,τι φαίνεται με την πρώτη ματιά.
Το βιβλίο της Λουντμίλα Ουλίτσκαγια ‘Στο σώμα της ψυχής’ συζητήθηκε στη Λέσχη Ανάγνωσης Passe Partout Reading και αρκετές από τις θέσεις του πιο πάνω κειμένου προέρχονται από αυτή τη συζήτηση.