
Η Πολωνή συγγραφέας και ακτιβίστρια Όλγκα Τοκάρτσουκ,(Olga Tokarczuk, 1962 – ) είναι μια από τις πιο αναγνωρισμένες και επιτυχημένες Πολωνές συγγραφείς της γενιάς της, βραβευμένη με το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 2018 αλλά και με μια σειρά άλλων βραβείων (το Man Booker για τους Πλάνητες, το Nike -κορυφαίο λογοτεχνικό βραβείο της Πολωνίας -, το Bridge – Γερμανο-Πολωνικό βραβείο για τη συμβολή της στην αμοιβαία κατανόηση μεταξύ των ευρωπαϊκών εθνών).
Οι γονείς της Τοκάρτσουκ ήταν δάσκαλοι και ο πατέρας της εργαζόταν και ως σχολικός βιβλιοθηκάριος, γεγονός που της έδωσε την ευκαιρία να καλλιεργήσει την λογοτεχνική της όρεξη από νωρίς. Πέρασε τα νεανικά της χρόνια κοντά στα δάση της Σιλεσίας και τελειώνοντας το Λύκειο δημοσίευσε, με το ψευδώνυμο Νατάσα Μποροντίν, τα πρώτα της διηγήματα. Σπούδασε στην Βαρσοβία κλινική ψυχολογία, εργάστηκε σε άσυλο για εφήβους με προβλήματα συμπεριφοράς και ως ψυχοθεραπεύτρια και εκπαιδεύτρια δασκάλων μέχρι το 1990 όταν ανακοίνωσε ότι νιώθει ‘πιο νευρωτική από τους πελάτες της’ και παράτησε την ψυχολογία για να επικεντρωθεί στη λογοτεχνία.
Είναι φεμινίστρια, ακτιιβίστρια και μαχητική επικριτής του αντισημιτισμού στην Πολωνία και της ξενοφοβίας. Το 2020, υπέγραψε, μαζί με άλλους εξέχοντες συγγραφείς όπως η Margaret Atwood , ο John Banville και ο JM Coetzee , μια ανοιχτή επιστολή προς την Πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής , στην οποία καλούσε την Ευρωπαϊκή Ένωση «να λάβει άμεσα μέτρα για την υπεράσπιση των βασικών ευρωπαϊκών αξιών – ισότητα, μη διακρίσεις, σεβασμός των μειονοτήτων – οι οποίες παραβιάζονται κατάφωρα στην Πολωνία» και απευθύνοντας έκκληση στην πολωνική κυβέρνηση να σταματήσει να στοχοποιεί τις σεξουαλικές μειονότητες και να αποσύρει την υποστήριξή της σε οργανώσεις που προωθούν την ομοφοβία.
Το Νόμπελ Λογοτεχνίας της απονεμήθηκε το 2018 για « την αφηγηματική φαντασία και το εγκυκλοπαιδικό πάθος με τα οποία αναπαριστά την υπέρβαση των ορίων ως μορφή ζωής». Στην ομιλία της κατά την απονομή του βραβείου – στην οποία έχει δοθεί ο τίτλος ‘ο τρυφερός αφηγητής’ – η Τοκάρτσουκ μίλησε για την έννοια της τρυφερότητας, εξηγώντας ότι είναι «μια σεμνή μορφή αγάπης που δεν εμφανίζεται στις γραφές ή στα Ευαγγέλια, αυτή η αγάπη στην οποία δεν ομνύει κανείς, τα λόγια της οποίας κανείς δεν παραθέτει. Δεν έχει ειδικά εμβλήματα ή σύμβολα, δεν οδηγεί στο έγκλημα ούτε προκαλεί φθόνο. Εμφανίζεται όταν παρατηρούμε προσεκτικά από κοντά μια άλλη ύπαρξη, κάτι που δεν είναι ο “εαυτός” μας».
Το 2022 κυκλοφόρησε το βιβλίο της με τον παράξενο τίτλο ‘ΕΜΠΟΥΣΙΟΝ’ που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ σε μετάφραση Αναστασίας Χατζηγιαννίδη, το οποίο αποτελεί την απάντησή της στη μεροληπτική τάση της παγκόσμιας λογοτεχνίας έναντι των γυναικών. Η Τοκάρτσουκ παραφράζοντας ρήσεις των πιο σημαντικών φιλοσόφων και συγγραφέων παγκοσμίως, από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, υποστηρίζει ότι στη λογοτεχνία οι γυναίκες παρουσιάζονται περιορισμένες στους κοινωνικούς τους ρόλους την ίδια στιγμή που οι άνδρες εμφανίζονται να συζητούν σοβαρά θέματα και να αντιμετωπίζουν υπαρξιακά διλήμματα.
Θεωρώντας ότι το ‘Μαγικό Βουνό’ του Τόμας Μαν είναι ένα αντιπροσωπευτικό παράδειγμα αυτής της τάσης, η συγγραφέας αποφάσισε να επιχειρήσει μια φεμινιστική αναδιατύπωση της ιστορίας του κλασικού βιβλίου συμπεριλαμβάνοντας προοπτικές και φωνές που εκείνο απέκλειε. Έτσι γεννήθηκε το Εμπούσιον, ένα κλιματοθεραπευτικό θρίλλερ – όπως δηλώνεται στον υπότιτλο.

Η Έμπουσα από την άλλη, προέρχεται από την ελληνική μυθολογία˙ μια χθόνια μορφή σταλμένη από την Εκάτη για να προκαλέσει φόβο και να προαναγγείλει δυστυχίες. Η Έμπουσα μπορούσε να μεταμορφωθεί σε πλήθος μορφών, τρεφόταν με ανθρώπινες σάρκες και συχνά λειτουργούσε ως φόβητρο για τα μικρά παιδιά.
Το σκηνικό του μυθιστορήματος είναι ένα μέρος που η Τοκάρτσουκ γνωρίζει καλά. Είναι τα δάση της Σιλεσίας με την οξύτητα του βουνίσιου αέρα, το φως στις λίμνες, το γήινο άρωμα του εδάφους που οι χαρακτήρες της συναντούν όταν κάνουν πεζοπορία και μαζεύουν μανιτάρια. Είναι ένας τόπος που ενδείκνυται για τη θεραπεία της φυματίωσης. Το 1863, ο Χέρμαν Μπρέμερ ίδρυσε σ’ αυτή την περιοχή το Brehmersche Heilanstalt für Lungenkranke στο Γκέρμπερσντορφ της Σιλεσίας (σημερινό Σοκολόφσκο της Πολωνίας), το πρώτο σανατόριο για τη θεραπεία της φυματίωσης. Οι κύριες θεραπείες περιλάμβαναν τον έκθεση στον καθαρό αέρα, την ηλιοθεραπεία και τα πλούσια γεύματα.
Η ιστορία ξεκινά τον Σεπτέμβριο του 1913, σε μια Ευρώπη που ετοιμάζεται, χωρίς να το γνωρίζει ακόμα, να μπει στην καταστροφική δίνη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Ο νεαρός φοιτητής μηχανολογίας υδρο-αποχετευτικών συστημάτων Μιετσίσλαβ Βόινιτς, φτάνει στο ορεινό χωριό Γκέρμπερσντορφ της Σιλεσίας, για να ενταχθεί σε ένα πρόγραμμα θεραπείας για τη φυματίωση. Η άφιξη του ήρωα είναι σχεδόν κινηματογραφική. Η περιγραφή του αρχίζει από τα παπούτσια του (κάτι που θα συμβεί και σε άλλες στιγμές της αφήγησης), συνεχίζει στα ρούχα του και καταλήγει στην ασθενική όψη του και την εμφανή μελαγχολία του ‘χαρακτηριστική των ανθρώπων που είναι πεπεισμένοι για τον επικείμενο θάνατό τους’.
Ο τίτλος του βιβλίου είναι συνδυασμός των λέξεων Συμπόσιο και Έμπουσα. Το Συμπόσιο παραπέμπει στο συμπόσιο του Πλάτωνα όπου παρέες ανδρών, με τη συνοδεία ποτού και φαγητών συζητούν για τον έρωτα και τις μορφές του (σαρκική ή πνευματική), την ομοφυλοφιλία (ο φιλόσοφος Αλέξανδρος Νεχαμάς έχει γράψει ότι «είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι το Συμπόσιο, η πρώτη ρητή συζήτηση για την αγάπη στη δυτική λογοτεχνία και τη φιλοσοφία, αρχίζει ως συζήτηση για την ομοφυλοφιλική αγάπη»), και την άποψη του Αριστοφάνη για την αγάπη που «πηγάζει από το γεγονός ότι κάποτε οι άνθρωποι είχαν διπλά σώματα με δυο πρόσωπα και αντί για δυο φύλα υπήρχαν τρία: οι άντρες, οι γυναίκες και το ανδρόγυνο, όπου είχαν σώμα άντρα αλλά και γυναίκας. Οι άντρες είχαν ως προέλευση τον ήλιο, οι γυναίκες τη Γη ενώ οι ανδρόγυνοι τη Σελήνη.»
Καθώς δεν βρίσκει θέση στο μεγάλο θεραπευτήριο, εγκαθίσταται σε μια Πανσιόν για Κυρίους, που διευθύνει ο Βίλχελμ Όπιτς και η σύζυγός του. Εκεί γνωρίζει μια ομάδα ανδρών ασθενών που περνούν τον χρόνο τους με περιπάτους και μεγάλα δείπνα τα οποία ολοκληρώνονται με την κατανάλωση ενός ιδιαίτερου παραισθησιογόνου τοπικού λικέρ από μανιτάρια, και έντονες συζητήσεις γύρω από τη φιλοσοφία, την πολιτική, τη θρησκεία, την τέχνη. Είναι μια μικρή ομάδα από Σετεμπρίνι και Νάφτα, που ο καθένας τους αντιπροσωπεύει μια διαφορετική φωνή της Ευρώπης πριν την καταστροφή. Ανάμεσά τους ο Λόνγκιν Λούκας, ο Άουγκουστ Άουγκουστ, ο Βάλτερ Φρόμερ, ο γιατρός Σέμπερβαϊς, ο ξενοδόχος Βίλχελμ Όπιτς και ο ζωγράφος Τίλο φον Χαν. Αν και οι άνδρες αυτοί θεωρούν τους εαυτούς τους μελετητές και στοχαστές, οι συζητήσεις τους αποκαλύπτουν έναν υποκείμενο φόβο τόσο για τις μεταβαλλόμενες κοινωνικές νόρμες όσο και για τους ρόλους των δύο φύλων. Συχνά οι συζητήσεις τους επικεντρώνονται στις γυναίκες, τις οποίες χλευάζουν ή επιτιμούν επιβεβαιώνοντας την ανωτερότητά τους μέσω μιας περιστασιακής αλλά συστηματικής υποβάθμισης. Αυτό δεν είναι απλώς ένα κοινωνικό σχόλιο, αλλά το κεντρικό μέλημα του μυθιστορήματος, το πώς δηλαδή η αρσενική ταυτότητα κατασκευάζεται μέσω του αποκλεισμού και της υποτίμησης των γυναικών.
Ο Βόινιτς, κατάγεται από την Πολωνία, που τότε βρισκόταν υπό διαμελισμό και σε διαρκή αγώνα ταυτότητας, και αυτός που δεν είναι Γερμανός, Ρώσος ή Αυστριακός φαίνεται να κουβαλά πάνω του αυτή την αίσθηση της μετέωρης εθνικής ταυτότητας μιλώντας μόνο γερμανικά και προστατεύοντας την ιδιωτικότητά του σε κάθε περίσταση. Είναι ένας ευαίσθητος παρατηρητής, εσωστρεφής, με αγάπη για τη φύση και τους θρύλους της περιοχής, γεγονός που τον διαφοροποιεί από την θορυβώδη, γεμάτη αυτοπεποίθηση αρρενωπότητα των υπολοίπων θεραπευόμενων.Η Τοκάρτσουκ στην περιγραφή του ήρωά της κάνει διάφορες νύξεις για τη φύση του. Αναφέρεται σε μια αναπηρία που δεν κατονομάζεται, σε μια αόριστη ευαισθησία που έγινε αιτία να δεχτεί εκφοβισμό στο σχολείο, στη δυσκολία να φορέσει το σκληρό κολάρο, στην αγάπη για τα μαλακά υφάσματα, στην άρνησή του να γδυθεί μπροστά στον γιατρό του σανατορίου. Αυτή την ασάφεια του χαρακτήρα του Βόινιτς, ιδιαίτερα σε σχέση με την σεξουαλικότητά του, η Τοκάρτσουκ την χρησιμοποιεί σαν βασικό αφηγηματικό της εργαλείο για να φωτίσει την επικρατούσα ανδρική πνευματική και κοινωνική κυριαρχία.
Εκτός όμως από τους συγκατοίκους του ο Βόινιτς έρχεται αντιμέτωπος και με μια σειρά μυστηρίων. Η σύζυγος του Όπιτς, αυτοκτονεί ανεξήγητα λίγο μετά την άφιξη του, το δάσος γύρω από την πανσιόν μοιάζει έμψυχο, σχεδόν εχθρικό, από τη σκεπή και τις χαραμάδες του κτιρίου ακούγονται παράξενα γρατζουνίσματα σαν γουργουρητό κι εκείνος έχει διαρκώς την αίσθηση ότι τον παρακολουθούν. Ο νεαρός Τίλο, με τον οποίο ο Βόινιτς έχει δεθεί λόγω της εγγύτητας στην ηλικία και της ευαισθησίας του, προειδοποιεί τον νεοφερμένο ότι κάθε χρόνο, στις αρχές Νοεμβρίου, ένας νεαρός άνδρας πεθαίνει μυστηριωδώς στα δάση γύρω από το Γκέρμπερσντορφ. Η αίσθηση του μυστηρίου και του υπερφυσικού εντείνεται όταν κατά τη διάρκεια μιας βόλτας στο δάσος, ο Βόινιτς βλέπει τις Τούντσι, τις μαριονέτες με γυναικεία χαρακτηριστικά που οι ντόπιοι άνδρες (κυρίως καρβουνιάρηδες και ξυλοκόποι) έχουν τη συνήθεια να δημιουργούν από ξύλα και βρύα για να αναπληρώσουν την απουσία γυναικών. Σ’ αυτή την αυξανόμενη αίσθηση του αλλόκοτου που χτίζει αριστουργηματικά η Τοκάρτσουκ έρχεται να προστεθεί και το μυστήριο του αφηγητή. Υπάρχει ένα «εμείς» που παρατηρεί τα πάντα από κάτω, από χαμηλά και εκφράζεται με πικρία και θυμό πότε αναζητώντας εκδίκηση και πότε τραβώντας την προσοχή του αναγνώστη σε όσα οι άνθρωποι δεν παρατηρούν.
Αυτή η αφηγηματική επιλογή που υποδηλώνει την παρουσία δυνάμεων πέρα από τον ορθολογικό κόσμο στον οποίο κατοικούν οι ανδρικοί χαρακτήρες, ενισχύει τα στοιχεία τρόμου του μυθιστορήματος – που λειτουργούν ως υπερφυσική απειλή, ως ψυχολογική εκδήλωση ενοχής και φόβου και ως κοινωνικό σχόλιο για την έμφυλη βία. Στην διάλεξή της για την απονομή του βραβείου Νόμπελ το 2019, η Τοκάρτσουκ μίλησε εκτενώς για την ανάγκη για ένα νέο είδος αφήγησης στη λογοτεχνία, η δύναμη του οποίου έχει διαβρωθεί από ένα παλιρροιακό κύμα αφηγητών σε πρώτο πρόσωπο που αντλούν αυθεντία από την αλήθεια των ιστοριών τους. Φαντάστηκε έναν αφηγητή σε «τέταρτο πρόσωπο», που να γνωρίζει όχι μόνο την οπτική γωνία κάθε χαρακτήρα αλλά και τις δονήσεις του χρόνου και του χώρου. Η εμφάνιση αυτού του αφηγητή θα ήταν θαυματουργή, είπε, στην ικανότητά του «να ενώνει θραύσματα σε ένα ενιαίο σχέδιο και να ανακαλύπτει ολόκληρους αστερισμούς στα μικρά σωματίδια των γεγονότων». Η Τοκάρτσουκ ελπίζει σε μια πιο άμορφη, ανιμιστική παρουσία που θα μπορούσε να πάρει τις πιο βαθιά ριζωμένες κατηγορίες μας – δικό μου/δικό σου, άνθρωπος/ζώο, ζωντανός/αντικείμενο – και να τις διασπάσει. Το μυστηριώδες «εμείς» του Εμπούσιον είναι ακριβώς μια τέτοια παρουσία. Το «εμείς» εκφράζεται μέσω της αίσθησης της απειλής που έχουν όλοι και της επαλήθευσης των αρχαίων θρύλων για τις εκδικητικές γυναίκες που περιφέρονται στο δάσος. Η ύπαρξη αυτού του σκιώδους αφηγητή εξηγείται και από την απάντηση που έδωσε η συγγραφέας όταν ρωτήθηκε για την επιλογή του επιγράμματος του Πεσόα που συμπεριλαμβάνει στα εισαγωγικά του βιβλίου της.
«Γνωρίζουμε τον κόσμο μόνο στο βαθμό που μας το επιτρέπουν οι αισθήσεις μας. Δεν μπορούμε να φανταστούμε πώς είναι ο κόσμος από την οπτική γωνία μιας ακρίδας ή ενός κοπαδιού ψαριών, ή ακόμα και ενός σκύλου. Εξαρτόμαστε από τις αισθήσεις μας με έναν θεμελιώδη τρόπο. Με αυτό εννοώ ότι μια απέραντη έκταση ύπαρξης δεν θα είναι ποτέ προσβάσιμη σε εμάς και θα παραμείνει για πάντα πέρα από την κατανόησή μας. Γι’ αυτό επέλεξα ως επίγραμμα αυτό το όμορφο απόσπασμα από το βιβλίο του Φερνάντο Πεσσόα «Το Βιβλίο της Ανησυχίας» : «Αυτός είναι ο νόμος με τον οποίο τα πράγματα που δεν μπορούν να εξηγηθούν πρέπει να ξεχαστούν. Ο ορατός κόσμος συνεχίζεται όπως συνήθως στο φως της ημέρας. Η Ετερότητα μας παρακολουθεί από τις σκιές». (πηγή:https://lithub.com/on-returning-to-and-reinterpreting-the-classics-olga-tokarczuk-in-conversation-with-translator-antonia-lloyd-jones/)
Με το «εμείς» και την απειλητική παρουσία του η συγγραφέας δημιουργεί την αίσθηση ενός κόσμου χωρισμένου στα δύο, με ένα μέρος πάνω και ένα κάτω. Ο πάνω κόσμος είναι σκληρός, καθαρός και ορισμένος, κατοικημένος από ανθρώπους με σταθερές, αν και αντικρουόμενες, ιδέες για το πώς πρέπει να λειτουργεί. Οι αξίες του είναι η πρόοδος, η τεχνολογία και η επιστήμη, ενώ ο θάνατος είναι κάτι που πρέπει να κρυφτεί και να απορριφθεί. Ο κάτω κόσμος από την άλλη, είναι γεμάτος μυστήριο, μαγεία και γυναίκες κρυμμένες από την αδικία και την προκατάληψη. Ένας κόσμος σε αναμονή που για να αναδυθεί απαιτεί αγάπη, αποδοχή και αλλαγή οπτικής.
Αφού κάθε ιστορία που αφηγούμαστε είναι επιλογή, κάθε φωνή που ακούμε είναι απόφαση, κάθε σιωπή που διατηρούμε είναι συνενοχή και αφού για να αλλάξει κάτι να πρέπει πρώτα να τρομάξει, η Όλγκα Τοκάρτσουκ, προτείνει τον ρόλο αυτό να αναλάβει η λογοτεχνία.
Είναι πολλοί οι παραλληλισμοί που μπορεί να κάνει κάποιος για το Εμπούσιον σε σχέση με το Μαγικό Βουνό˙ ο χρόνος της ιστορίας, το αλπικό σκηνικό, η φυματίωση και οι θεραπείες της, οι συζητήσεις των ανδρών, τα γεύματα, μόνο που όλα αυτά στο Εμπούσιον βρίσκονται πλαισιωμένα με λαϊκά παραμύθια, στοιχειωμένους θρύλους, πνεύματα και νύξεις για υπερφυσικές παρεμβάσεις.
Στην εποχή μας που οι παλιές βεβαιότητες κλονίζονται, το «Εμπούσιον» μοιάζει όχι μόνο επίκαιρο αλλά και προφητικό. Μια προειδοποίηση ότι όσα αποπέμπουμε ως «άλλα», όσα εξορίζουμε στις σκιές, δεν εξαφανίζονται· περιμένουν. Και όταν επιστρέψουν —γιατί πάντα επιστρέφουν— θα είναι με τη μορφή που τους αξίζει: ως έμπουσες, ως εκδίκηση, ως αλήθεια που δεν μπορεί πια να κρυφτεί.
Το βιβλίο της Olga Tokarczuk ‘ΕΜΠΟΥΣΙΟΝ’ συζητήθηκε στη Λέσχη Ανάγνωσης Passe Partout Reading και αρκετές από τις θέσεις του πιο πάνω κειμένου προέρχονται από αυτή τη συζήτηση.