Ο Ρόμπερτ Πεν Γουόρεν (Robert Penn Warren, 1905-1989) υπήρξε μια εμβληματική μορφή των αμερικανικών γραμμάτων του 20ού αιώνα, ένας πολυβραβευμένος συγγραφέας, ποιητής και κριτικός. Γνωστός για την εξερεύνηση των ηθικών διλημμάτων και της πολυπλοκότητας της ανθρώπινης φύσης στα έργα του, ο Γουόρεν κέρδισε δύο βραβεία Πούλιτζερ για την ποίησή του και ένα για το μυθιστόρημά του ‘Όλοι οι άνθρωποι του βασιλιά’ (εκδ.ΠΟΛΙΣ, μετάφραση Αθηνά Δημητριάδου), το οποίο θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα αμερικανικά μυθιστορήματα.
Η ιστορία και ο πολιτισμός του αμερικανικού Νότου επηρέασαν βαθιά τον, γεννημένο στο Κεντάκι, Γουόρεν. Ο Αμερικανικός Εμφύλιος, η κληρονομιά της δουλείας και οι σημαντικές κοινωνικές αλλαγές που ακολούθησαν, διατρέχουν μεγάλο μέρος του έργου του. Στο μυθιστόρημα «Αγριότοπος», ένα από τα λιγότερο γνωστά αλλά εξίσου σημαντικά έργα του, με όχημα τον Αμερικανικό Εμφύλιο, ο Γουόρεν διερευνά τα θέματα της ταυτότητας, της ηθικής ευθύνης αλλά και τη σχέση του ανθρώπου με την ιστορία.

Ο ήρωάς του, ο Άνταμ Ρόζεντσβαϊγκ, είναι ένας τριαντάχρονος Εβραίος από τη Βαυαρία, ο οποίος, το 1863, μετά το θάνατο του πατέρα του ξεκινά ένα ταξίδι αναζήτησης, μια δύσκολη πορεία προς την αυτογνωσία και την αυτοεκπλήρωση. Ο Άνταμ, που για μεγάλο μέρος της ζωής του είχε στερηθεί τον πατέρα του που πολεμούσε για υψηλά ιδανικά – ενώ ο ίδιος ήταν περιορισμένος λόγω μιας δυσπλασίας του ποδιού του-, ακούγοντας τον πατέρα του λίγο πριν πεθάνει να αποκηρύσσει την ηρωική ζωή του και να παραδέχεται ότι πήρε λάθος δρόμο, αισθάνεται ότι ο κόσμος του καταρρέει. Ο ιδεαλιστής Άνταμ με βαθιά απογοήτευση συνειδητοποιεί ότι μέχρι εκείνη την ώρα ζούσε μόνο το όνειρο της ζωής του πατέρα του, του ανδρισμού και του ηρωισμού του. Αποφασισμένος να λυτρωθεί από μια ταπεινωμένη ζωή, να ζήσει τη δική του ηθική εξέλιξη και να επιβεβαιώσει μέσα του τον πολιτικό ιδεαλισμό του πατέρα του, ο Άνταμ ξεκινά να ταξιδέψει στην Αμερική για να ενταχθεί στον στρατό τον Βορείων και να πολεμήσει για την ελευθερία και τη δικαιοσύνη που δεν βρήκε στη Βαυαρία του μίσους και των περιορισμών.
Κρύβοντας το ελαττωματικό του πόδι σε μια ειδικά κατασκευασμένη μπότα εγκαταλείπει την πατρίδα του αλλά και τις παραδόσεις του εβραϊκού νόμου και ταξιδεύει με το ατμόπλοιο ‘Ελμύρα’ για τον νέο και πολλά υποσχόμενο κόσμο. Στο πλοίο η προσεκτικά κρυμμένη αναπηρία του γίνεται αντιληπτή και το όνειρό του να στρατευθεί για να πολεμήσει για την ελευθερία και τη δικαιοσύνη ναυαγεί. Εντούτοις ο Άνταμ καταφέρνει να αποβιβαστεί στην Αμερική όπου μαζί με τη σκληρότητα του πολέμου βιώνει και την αποκάλυψη ότι τα αφηρημένα ιδεώδη της ελευθερίας και της δικαιοσύνης για τα οποία λαχταρά να αγωνιστεί είναι πιο σύνθετα από όσο οι μέχρι τότε απόλυτες και ιδεαλιστικές πεποιθήσεις του τον έκαναν να πιστεύει.
Σ’ αυτή την επίπονη διαδικασία κατάλυσης των ψευδαισθήσεων του ήρωα συμβάλουν καθοριστικά τόσο οι χαρακτήρες που συναντά στο δρόμο του όσο και η ιστορική στιγμή. Ένας άντρας κρεμασμένος, με εμφανή τα ίχνη από μαστίγωμα στο νεκρό σώμα του, είναι ο πρώτος μαύρος που συναντά ο Άνταμ για να διαπιστώσει σύντομα ότι τα αισθήματα συμπόνιας εξαφανίζονται όταν αντιλαμβάνεται ότι είναι μαύρος. ‘Μ’ ‘ένα κύμα ντροπής, κι απόγνωσης ίσως, να τον πλημμυρίζει, σκέφτηκε πως, με το που διαπίστωσε πως ο κρεμασμένος ήταν μαύρος, υποχώρησε μέσα του εκείνη η βαθιά, ενστικτώδης συμπόνια. Πώς γίνεται να είμαι τόσο αχρείος; Αναρωτήθηκε. Στ’ αλήθεια, πώς γίνεται;’ Αυτή είναι η πρώτη αμφισβήτηση στην ηθική του ακεραιότητα, το πρώτο από μια σειρά μαθημάτων που παίρνει με την άφιξή του στην Αμερική. Στη συνέχεια παγιδεύεται στις ταραχές κατά του στρατού στη Ν. Υόρκη, κινδυνεύει με πνιγμό σ΄ένα υπόγειο από το οποίο σώζεται από έναν μαύρο, αρνείται την ευκαιρία που του δίνει ένας πλούσιος Εβραίος να ζήσει μια άνετη ζωή, και τελικά καταφέρνει να φτάσει κοντά στον πόλεμο – αν και όχι σαν στρατιώτης αλλά σαν βοηθός προμηθευτής του στρατού.
‘Είναι τα βάσανα που πρέπει να περάσουν οι άνθρωποι ώστε τα πράγματα να καταλήξουν εκεί που θα κατέληγαν έτσι κι αλλιώς.’
Ένα από τα πολλά στοιχεία του βιβλίου που αξίζουν επισήμανσης είναι ότι ο Γουόρεν δεν παρουσιάζει τον πόλεμο ως μια απλή μάχη μεταξύ καλού και κακού, αλλά ως μια περίπλοκη σύγκρουση όπου οι ηθικές γραμμές είναι συχνά θολές. Ο ήρωάς του συναντιέται με χαρακτήρες αμφίθυμους, απρόβλεπτους, που τον βοηθούν να αντιληφθεί τη διχόνοια που συγκλονίζει τόσο τα άτομα όσο και το ίδιο το έθνος, τον βγάζουν από το σωστό δρόμο, τον ενθαρρύνουν, τον προβληματίζουν ή του δείχνουν τη μοίρα που πρέπει να αποφύγει.
Ο τίτλος του βιβλίου ‘Αγριότοπος’ είναι μια αναφορά όχι μόνο στο πεδίο της αιματηρής μάχης του 1864 αλλά και μια συμβολική απεικόνιση της εσωτερικής ερήμωσης των χαρακτήρων που ταραγμένοι και ευάλωτοι, βρίσκονται στο χείλος της ηθικής κατάρρευσης, καθώς ο πόλεμος έχει διαβρώσει κάθε αξία. Ο ομαδικός τάφος στο Γκέτισμπουργκ όπου βρέθηκαν θαμμένοι νεκροί και των δύο στρατοπέδων, ήρωες ικανοί για τις πιο μεγάλες κτηνωδίες, παρίες που κρύβουν στιγμές μεγαλείου, άνθρωποι ελεύθεροι νομικά αλλά με σκλαβωμένες ψυχές, είναι μερικά μόνο από αυτά που συναντά στο δρόμο του ο Άνταμ και κλονίζουν όλο και περισσότερο τις ιδεαλιστικές, απόλυτες σταθερές του.
Τελευταίος και πιο καθοριστικός δάσκαλος σ’ αυτή την πορεία αναζήτησης είναι τα σκοτεινά δάση της Βιρτζίνια στα οποία ο Άνταμ καταλήγει απογυμνωμένος από τις παλιές του βεβαιότητες για να συναντήσει την πραγματικότητα που μέχρι τώρα είχε αποφύγει: ‘πως έπρεπε να προσπαθήσει να πιστέψει ότι η αλήθεια δεν προδίδεται ποτέ και ότι μόνο ο προδότης της αλήθειας μπορεί να προδοθεί αλλά, και πάλι, απ’ τη δική του προδοσία μονάχα.’

Με ένα ύφος απλό αλλά γεμάτο συναίσθημα, με ιστορικές αναφορές και εικόνες απίστευτης ζωντάνιας, ο Γουόρεν αποτυπώνει την ηθική ασάφεια του αμερικανικού Εμφυλίου Πολέμου και τα επακόλουθά του μέσα από τα μάτια ενός ήρωα με αλώβητη συνείδηση.
Το βιβλίο ‘Αγριότοπος’ του Ρόμπερτ Πεν Γουόρεν κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΠΟΛΙΣ σε εξαιρετική μετάφραση της Άννας Μαραγκάκη που έχει αποδώσει με μαεστρία την σχολαστικά δουλεμένη γλώσσα του συγγραφέα.
Το βιβλίο του Robert Penn Warren ‘Αγριότοπος’ συζητήθηκε στη Λέσχη Ανάγνωσης Passe Partout Reading με την ευγενική συμβολή της μεταφράστριας κυρίας Άννας Μαραγκάκη και αρκετές από τις θέσεις του πιο πάνω κειμένου προέρχονται από αυτή τη συζήτηση.