Το μυθιστόρημα της Βερόνικα Ράιμο (Veronica Raimo, 1978-) με τίτλο ‘Ας πούμε πως είμαι εγώ’[i] (εκδόσεις ΔΩΜΑ, μετάφραση Δήμητρα Δότση) παραπέμπει σε ένα αυτοβιογραφικό κείμενο αφού η ηρωίδα του βιβλίου έχει την ίδια ηλικία, το ίδιο όνομα και το ίδιο επάγγελμα με τη συγγραφέα. Σύντομα όμως προκύπτει ότι η εν λόγω αυτοβιογραφία βρίσκεται πολύ καλά κρυμμένη από τη φαντασία της Ράιμο που μετατρέπει κάθε πρόταση της αφήγησής της σε ένα παιχνίδι αλήθειας και ψέματος ματαιώνοντας, ήδη από τον τίτλο, την αίσθηση του πραγματικού που αρχικά δημιουργείται στον αναγνώστη.
Στην οικογένειά μου ο καθένας μας έχει τον δικό του τρόπο να υπονομεύει τη μνήμη για προσωπικό του όφελος. Πάντα μεταχειριζόμασταν την αλήθεια σαν να ήταν μια άσκηση ύφους, η πληρέστερη έκφραση της ταυτότητάς μας. Κάπου -κάπου πάντως, διατηρούμε το πλεονέκτημα της αμφιβολίας ως προς την υπονόμευση αυτή, κρατάμε μια πισινή ώστε να μπορούμε να αποκαταστήσουμε την ακρίβεια των γεγονότων, αν και συνήθως συμβαίνει το αντίθετο : ξεχνάμε εντελώς ποιο ήταν το αρχικό ψέμα ή ακόμα και το ότι πρόκειται για ψέμα.’

Την ιστορία αφηγείται η Βέρικα, μια συγγραφέας γύρω στα σαράντα που κοιτάζει το παρελθόν της και ιστορεί τη ζωή της αναζητώντας τα αίτια της δύσκολης μετάβασής της στην ενηλικίωση και στη σχέση της με την οικογένειά της ˙ μια οικογένεια από την οποία επιχειρεί μάταια να δραπετεύσει.
Μέσα από μια σειρά περιστατικών αποκαλύπτει την εικόνα της άμεσης αλλά και της ευρύτερης οικογένειάς της και τη σχέση της μαζί τους και ταυτόχρονα το πλαίσιο μιας ασυνήθιστης, αν όχι τραυματικής, παιδικής ηλικίας. Αποφεύγοντας εντυπωσιακά το ρόλο του θύματος, στέκεται και εξετάζει όσα την καθόρισαν, χρησιμοποιώντας ένα όπλο τόσο κλασικό όσο και δυνατό: το χιούμορ. Η νευρωτική ελεγκτική μητέρα που εμφανίζεται ικανή να πει χωρίς ντροπή το πρώτο πράγμα που της έρχεται στο μυαλό και επιβάλλει την παρουσία της στη ζωή των παιδιών της – ακόμη και όταν αυτά έχουν ενηλικιωθεί -, ο πατέρας που έχει χωρίσει το μικρό διαμέρισμα της οικογένειας σε άπειρα δωμάτια όπου η ιδιωτικότητα είναι ανύπαρκτη και απολυμαίνει τα πάντα εμμονικά, μετά το ατύχημα του Τσέρνομπιλ, ο προικισμένος αδελφός της που είναι το καμάρι της οικογένειας, οι παππούδες και οι γιαγιάδες, θείοι, φίλοι και γνωστοί παρελαύνουν από τις ιστορίες με όλα τους τα χαρακτηριστικά, ακόμη και με τα πραγματικά τους ονόματα, ήρωες όλοι σε ιστορίες που ακολουθούν μια θεματική κατάταξη και όχι μια αυστηρή χρονολογική σειρά.
Οι ιστορίες που ανασύρονται από το παρελθόν της Βέρικα/Ράιμο εξιστορούνται με μια εντυπωσιακή αποστασιοποίηση και μια αιχμηρή, ειρωνική φωνή, αφήνοντας συχνά τον αναγνώστη μετέωρο ανάμεσα στο γέλιο και τη συγκίνηση, ανάμεσα στην αλήθεια και το ψέμα. Σαν κομμάτια από ένα παζλ, συνθέτουν σιγά σιγά τη εικόνα της ηρωίδας ερμηνεύοντας ταυτόχρονα την πορεία της προς την ανακάλυψη της θηλυκότητας και της σεξουαλικότητάς της, την απόρριψη του προκαθορισμένου ρόλου και των προσδοκιών της οικογένειας, το ναυάγιο των φιλικών και των ρομαντικών της σχέσεων, τον τρόπο που τελικά διαμόρφωσε τη θέση της τόσο απέναντι στους άλλους όσο και απέναντι στον εαυτό της.
Με εργαλεία της τη συνειδητή αποξένωση, το χιούμορ, τη φαντασία αλλά και την υπερβολή η Ράιμο θίγει μια σειρά θεμάτων όπως η ταυτότητα, η χειραφέτηση, η μητρότητα, η αντιμετώπιση της θλίψης και των απωλειών αλλά και η αντικειμενικότητα των αναμνήσεων και κατά πόσο αυτές είναι αποτέλεσμα απόστασης από τα γεγονότα ή συνιστούν μια συνειδητή αποξένωση.
Είναι αναπόφευκτο για τον αναγνώστη να αναρωτηθεί μετά την ολοκλήρωση της ανάγνωσης πόσα από αυτά που ιστορούνται σ’ αυτό είναι αλήθεια. Ίσως όλα. Ίσως η αλήθεια να στολίστηκε μερικώς από τη φαντασία. Ίσως πάλι η Ράιμο να δημιούργησε ένα μυθιστόρημα στ’ αχνάρια του ημερολογίου που είχε φτιάξει όταν ήταν μικρή για να παραπλανήσει τη μητέρα της που ήξερε ότι θα το διάβαζε. Ίσως πάλι αυτή να ήταν και η επιδίωξη της Ράιμο : να γράψει ένα βιβλίο στο οποίο να αμφισβητεί την αξία της μνήμης ως μέσο που μπορεί να μας προσδιορίσει ή να μας δώσει ταυτότητα γιατί είναι ένα πολύ εύθραυστο μέσο, που φθείρεται με την πάροδο του χρόνου, που αφήνει κενά.

‘Οι περισσότερες αναμνήσεις μας εγκαταλείπουν χωρίς καν να το αντιληφθούμε ˙ κι όσο για τις υπόλοιπες, εμείς οι ίδιοι τις πετσοκόβουμε στα κρυφά, τις βγάζουμε στη γύρα, τις προωθούμε με ζήλο, εμείς γινόμαστε οι πραματευτάδες τους, τις πουλάμε πόρτα-πόρτα, γυρεύοντας κορόιδα που θα γραφτούν συνδρομητές στην ιστορία μας. Ευκαιρία, σχεδόν τζάμπα.
Η μνήμη είναι για μένα κάτι σαν το παιχνίδι με τα ζάρια που έπαιζα μικρή. Το μόνο ερώτημα είναι αν πρόκειται για παιχνίδι τελείως άσκοπο ή εντελώς στημένο.’
[i] Το βιβλίο της Βερόνικα Ράιμο ‘Ας πούμε πως είμαι εγώ’ βραβεύτηκε με το βραβείο Strega Νέων Συγγραφέων και ήταν υποψήφιο για το Διεθνές βραβείο Booker 2024.