ΙΩΒ

στις

Η ιστορία ενός απλού ανθρώπου

Ο Γιόζεφ Ροτ (Joseph Roth, 2 Σεπτεμβρίου 1894 – 27 Μαΐου 1939) υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους γερμανόφωνους συγγραφείς του πρώτου μισού του εικοστού αιώνα. Γεννημένος το 1894 στο Μπρόντι, στην άκρη της πολυεθνικής Αυτοκρατορίας των Αψβούργων, πολυγραφότατος δημοσιογράφος και μυθιστοριογράφος, ο Ροτ άφησε πίσω του πληθώρα άρθρων, σατιρικών σχολίων, ταξιδιωτικών ρεπορτάζ αλλά και σημαντικών μυθιστορημάτων, δοκιμίων και διηγημάτων στα οποία αποτύπωσε με μοναδικό τρόπο την συγκρουσιακή εποχή στην οποία έζησε. Η ζωή του ήταν γεμάτη δυσκολίες ˙ ένας απών πατέρας, οι ταραγμένοι καιροί με τη Ρώσικη επανάσταση, ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, το τέλος της αυστροουγγρικής αυτοκρατορίας, ο αντισημιτισμός, ο Χίτλερ, ο αλκοολισμός, η εξορία, η ψυχική ασθένεια της συζύγου του, ο θάνατος των πιο κοντινών του ανθρώπων είναι οι βασικότεροι σταθμοί της ζωής του. Μιας ζωής όμως που υπήρξε απόλυτα ταιριαστή τόσο με την εικόνα του περιπλανώμενου, διανοούμενου Εβραίου που έβλεπαν οι άλλοι σ’ αυτόν όσο και με την εικόνα της ζωής στις αρχές του 20ου αιώνα και η οποία είναι εμφανής όλο του το έργο. Γιατί η ιστορία που αφηγήθηκε πιο συχνά ο Ροτ στα βιβλία του ήταν η δική του βιογραφία, που την ξετύλιξε μ’ ένα μοναδικό ποιητικό λόγο έντονα  διαποτισμένο από την εμμονή του με το ζήτημα του ανήκειν.

Το μυθιστόρημα ‘ΙΩΒ, Η ιστορία ενός απλού ανθρώπου’ (εκδόσεις ΑΓΡΑ, μετάφραση Μαρία Αγγελίδου) είναι γραμμένο σαν παραβολή βασισμένη στην ιστορία του βιβλικού Ιώβ, του διαχρονικού συμβόλου της άκαμπτης πίστης. Το βιβλίο γράφτηκε το 1929, κυκλοφόρησε το 1930  και ήταν  η πρώτη σημαντική επιτυχία του Γιόζεφ Ροτ ˙ένα βιβλίο που κέρδισε εξέχοντες θαυμαστές όπως ο Άλμπερτ Άινστάιν και η Μάρλεν Ντήτριχ. Με τον Ιώβ ο Ροτ επιστρέφει στην παιδική του ηλικία συγχωνεύοντας ταυτόχρονα παγκόσμιους και προσωπικούς μύθους – τον Ιουδαϊσμό και τον Χριστιανισμό, την Κεντρική Ευρώπη με την Αμερική, την παιδική ηλικία με την ενηλικίωση.

Το μυθιστόρημα  διαδραματίζεται γύρω στο 1900 και ο συγγραφέας συστήνει τον ήρωά του στην πρώτη πρόταση. ‘Πριν από πολλά χρόνια ζούσε στο Τσούχνοβο ένας άντρας ονόματι Μέντελ Σίνγκερ. Ήταν ευλαβικός, θεοσεβούμενος και συνηθισμένος, ένας Εβραίος σαν όλους.’ Ο Μέντελ διδάσκει σε μικρούς μαθητές το λόγο του Θεού ‘με ειλικρινή ζήλο και χωρίς αξιοσημείωτη επιτυχία’. Ο Μέντελ Σίνγκερ ζει με την οικογένειά του – τη σύζυγό του Δεβώρα, την κόρη του Μύριαμ και τους τρεις γιους του, τον Γιόνας, τον Σεμάργια και τον Μενουχίμ.  Όπως και στον βιβλικό Ιώβ, η ευλάβεια και η ταπεινότητα του Μέντελ ανταποδίδεται με αδυσώπητη θλίψη. Ο μικρότερος γιος του, ο Μενουχίμ γεννιέται επιληπτικός, δεν αναπτύσσεται κανονικά δεν μπορεί να περπατήσει ή να μιλήσει. Κι αυτή είναι η πρώτη τραγωδία που επισκέπτεται το σπίτι του Μέντελ. Μεγαλώνοντας οι δύο μεγαλύτεροι γιοι του καλούνται να υπηρετήσουν στον ρωσικό στρατό, κάτι που σήμαινε μια ζωή μακριά από το σπίτι αλλά και μια αναγκαστική απόρριψη των εβραϊκών περιορισμών.  Και ενώ ο Γιόνας φεύγει με ενθουσιασμό για να ενταχθεί στον στρατό του τσάρου, ο Σεμάργια φυγαδεύεται με τη βοήθεια της μητέρας του, που χρησιμοποιεί όλες της τις οικονομίες γι’ αυτό. Λίγο καιρό αργότερα στέλνει ένα γράμμα στους γονείς του και τους καλεί να έρθουν στην Αμερική όπου έχει εγκατασταθεί και ζει άνετα με τη δική του οικογένεια.  Η Μύριαμ από την άλλη είναι μια όμορφη νεαρή γυναίκα που αψηφά τους αυστηρούς εβραϊκούς θρησκευτικούς κανόνες και αναζητά τον έρωτα στους στρατώνες των κοζάκων. Μπροστά σ’ αυτά τα βάσανα, για να περισώσει ό,τι μπορεί, ο Μέντελ παίρνει τη δύσκολη απόφαση να μεταναστεύσει με τη γυναίκα του και την κόρη του στην Αμερική κοντά στον Σεμάργια που πλέον αποκαλείται Σαμ. Πίσω, στην πατρίδα, εγκαταλείπουν τον άρρωστο Μενουχίμ σε μια φιλική οικογένεια που αναλαμβάνει να τον φροντίζει παίρνοντας σε αντάλλαγμα το σπίτι τους.

Με την άφιξή του στη Νέα Υόρκη και μετά το αρχικό πολιτισμικό σοκ, ο Μέντελ στρέφεται στην εβραϊκή κοινότητα της πόλης και βρίσκει εκεί ένα δεύτερο σπίτι, ένα υποκατάστατο πατρίδας. Ο Μέντελ είναι ο μόνος από την οικογένεια που δεν έχει πρόθεση να αφεθεί να αφομοιωθεί από τον νέο τρόπο ζωής, δεν θέλει να εγκαταλείψει τις παραδόσεις του, δεν θέλει να προκαλέσει το Θεό του. Κυκλοφορεί φορώντας το καφτάνι, με τη μακριά του γενειάδα που πλέον έχει ασπρίσει, προσεύχεται καθημερινά, τηρεί τις διατροφικές συνήθειες της πίστης του και ελπίζει ότι θα ζήσει τη στιγμή που θα ξαναδεί τον Μενουχίμ. Ο Μέντελ ζει φτωχικά αλλά βλέπει τα παιδιά του να είναι ασφαλή ˙ οι δουλειές του Σεμάργια πηγαίνουν καλά, η Μύριαμ εργάζεται και σύντομα θα παντρευτεί και παίρνει κι ένα γράμμα από τον Γιόνας που μαθαίνει ότι είναι καλά.

Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος που ξεσπά στην Ευρώπη σημαίνει και το τέλος των ήρεμων ημερών για τον Μέντελ. Η τύχη του Γιόνας αγνοείται, ο Σεμάργια σκοτώνεται, η Δεβώρα πεθαίνει, η Μύριαμ τρελαίνεται και η ελπίδα επανένωσης με τον Μενουχίμ εξανεμίζεται. Το ερώτημα γιατί ένας παντοδύναμος Θεός επιτρέπει να βιώνουν οι άνθρωποι τέτοια αφάνταστα βάσανα απασχολεί έντονα τον Ροτ την εποχή που συγγράφει το βιβλίο καθώς παρακολουθεί με προσοχή, φιλτραρισμένη μέσα από αυτό που μερικές φορές αποκαλούσε ‘διαλεκτική ευφυΐα των Εβραίων’ την άνοδο του εθνικισμού στη Γερμανία και τον αυξανόμενο αντισημιτισμό στην Ευρώπη.

Ο Μέντελ/Ροτ αισθάνεται ότι δέχεται όλη την οργή του Θεού για την απόφαση της εγκατάλειψης του άρρωστου γιού του. Και ενώ  στην αρχή προσεύχεται και περιμένει ένα θαύμα -αυτό  που η Δεβώρα είχε πει ότι πιστεύουν μόνον όσοι έχουν πάθει κακό-  στη συνέχεια αρχίζει να αισθάνεται ότι το να ψάλλει ψαλμούς δεν θα τον βοηθήσει μπροστά στη δύναμη της τιμωρίας που του επιφύλαξε ο Θεός επειδή εγκατέλειψε τον Μενουχίμ. Πού είναι το έλεος του Θεού αναρωτιέται; Αρχίζει να αμφιβάλλει για όλα όσα καθόρισαν τη ζωή του μέχρι εκείνη τη στιγμή. Οργίζεται, χωρίς όμως να τολμά να αμφισβητήσει την ύπαρξη του Θεού. Θυμώνει, φωνάζει για την αδικία, προσπαθεί να κάψει το σπίτι του και στους φίλους  του που έρχονται να του συμπαρασταθούν και να τον βοηθήσουν λέει : – Δεν θέλω να κάψω ένα μόνο σπίτι, δεν θέλω να κάψω έναν μόνον άνθρωπο. […] – Τον Θεό! Θέλω να κάψω τον Θεό!

Ο Ροτ τοποθέτησε τη μισή δράση του βιβλίου του στην Αμερική, μια χώρα που δεν επισκέφθηκε ποτέ. Η χώρα των ευκαιριών, η νέα γη της επαγγελίας, αποδεικνύεται καταστροφική για τον Μέντελ. Γίνεται ο τόπος που σηματοδοτεί την απώλεια της ταυτότητάς του, του πολιτισμού του και της κάποτε ακλόνητης πίστης του στην καλοσύνη του Θεού.

Έχει ενδιαφέρον να παρατηρήσει κανείς με ποιο τρόπο περιγράφει ο Ροτ τις δύο χώρες της πλοκής. Όταν γράφει για την παλιά πατρίδα η γραφή του είναι δυνατή και ποιητική ‘Ήταν η πρώτη μέρα του μήνα Αβ. Οι Εβραίοι μαζεύονταν μετά τη βραδινή προσευχή και γιόρταζαν το νέο φεγγάρι. Κι επειδή η βραδιά ήταν ευχάριστη, σωστό βάλσαμο μετά την κάψα της μέρας, συμμορφώνονταν με προθυμία μεγαλύτερη απ’ ό,τι συνήθως στην εντολή του Θεού να χαιρετίζουν την αναγέννηση του φεγγαριού έξω από τα σπίτια τους, κι όχι στα στενά δρομάκια της γειτονιάς τους, αλλά σε χώρο ανοιχτό, όπου ο ουρανός μοιάζει ψηλός κι απέραντος. […] Κοίταζαν τα πέπλα της νύχτας πάνω από τα χωράφια. Και τέλος στέκονταν ακίνητοι. Σήκωναν το βλέμμα στον ουρανό κι έψαχναν το ασημένιο δρεπανάκι της νέας Σελήνης, που σήμερα θα ξαναγεννιόταν, όπως τη μέρα της Δημιουργίας.’ Όταν όμως γράφει για την Αμερική η λυρικότητα μειώνεται. ‘Ο Μέντελ Σίνγκερ άναβε το κερί στο πράσινο μπουκάλι δίπλα στο κρεβάτι και πήγαινε στο παράθυρο. Έβλεπε έξω το κοκκινωπό φέγγος της αμερικάνικης νύχτας, που κάπου ξετύλιγε τη ζωή της. Έβλεπε τους διακεκομμένους ασημένιους ίσκιους κάποιου προβολέα, που έμοιαζε ν’ αναζητάει απελπισμένα το Θεό στον νυχτωμένο ουρανό. Ναι. Έβλεπε και μερικά αστέρια ο Μέντελ, μερικά κακόμοιρα αστέρια, κουρελιασμένων αστερισμών.’ Η Αμερική για τον Ροτ δεν είναι ο τόπος που αποκαθιστά την πίστη στους ήρωες αλλά η προϋπόθεση για να συμβεί αυτό. Είναι το κατάλληλο σκηνικό για να δημιουργήσει και να αφηγηθεί σύγχρονα θαύματα, προφητείες και θρησκευτικές αφυπνίσεις. Και το θαύμα για τον Μέντελ συντελείται συμβολικά τη μέρα του Πάσχα με τον Μενουχίμ να εμφανίζεται ως μεσσιανική φιγούρα γερός, επιτυχημένος και με όλα τα πνευματικά θεμέλια για να σώσει τον πατέρα του και να ξαναχτίσει τον κόσμο του.

Οι σκέψεις του Ροτ για την απώλεια της πατρίδας, την ταυτότητα σε ένα νέο περιβάλλον, την πίστη στο Θεό και στις παραδόσεις, την αντιπαράθεση της παράδοσης με τη νεωτερικότητα, επισημαίνονται στο βιβλίο με κάθε χαρακτήρα της ιστορίας να δίνει τη δική του απάντηση. Ο Γιόνας αφομοιώνεται στον Ρωσικό τρόπο ζωής όπως ο Σεμάργια αφομοιώνεται στον Αμερικάνικο, η Μύριαμ απομακρύνεται από την εβραϊκή της ταυτότητα, η Δεβώρα διατηρεί τον ορθόδοξο εβραϊκό τρόπο ζωής χωρίς όμως να αντιτίθεται και στις ευκολίες της αμερικάνικης πόλης, ακόμη και ο Μέντελ εγκαταλείπει τις σταθερές του όταν κλονίζεται η ελπίδα και η πίστη του και μόνο ο Μενουχίμ φαίνεται να διατηρεί την εβραϊκή του ταυτότητα.

Το μυθιστόρημα του Ροτ ‘ΙΩΒ, Η ιστορία ενός απλού ανθρώπου’ γράφτηκε λίγο καιρό πριν ο συγγραφέας αναγκαστεί να εγκαταλείψει οριστικά τη χώρα του αφήνοντας πίσω του την άρρωστη σύζυγό του που νοσηλευόταν σε μια ψυχιατρική κλινική. Η Φρήντλ Ροτ δολοφονήθηκε το 1940 από τους Ναζί σε θάλαμο αερίων. Για τον Γιόζεφ Ροτ η ζωή επιφύλαξε μόνο βάσανα, κανένα θαύμα.

Ένα Σχόλιο Προσθέστε το δικό σας

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.