ΣΤΟΥ ΧΑΤΖΗΦΡΑΓΚΟΥ

στις

Το μυθιστόρημα «Στου Χατζηφράγκου» με υπότιτλο «Τα σαραντάχρονα μιας χαμένης πολιτείας» (Βιβλιοπωλείο της Εστίας, 1993) είναι ένα αφιέρωμα στη μνήμη της Σμύρνης και το έργο που εντάσσει τον Κοσμά Πολίτη στον θεματικό κύκλο της μικρασιατικής λογοτεχνίας. Θεωρούμενο το πιο  ώριμο βιβλίο του, γράφτηκε μέσα σε πέντε μήνες, μετά από 16 χρόνια συγγραφικής απραξίας, και δημοσιεύτηκε αρχικά σε συνέχειες στο περιοδικό ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ με σκίτσα του Μίνου Αργυράκη, την περίοδο 1962-1963 ˙ την ίδια χρονιά που εκδόθηκε το ‘Ματωμένα Χώματα’ της  Διδώς Σωτηρίου και το ‘Αϊβαλί’ του Φώτη Κόντογλου. Η πρώτη έκδοση του μυθιστορήματος σε βιβλίο έγινε το 1963 από τις εκδόσεις Καραβία με πρόλογο του Γ.Σαββίδη και ο Κοσμάς Πολίτης τιμήθηκε με το Α΄ Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος.

Κοσμάς Πολίτης, 1888 – 1974

Σαράντα χρόνια είχαν περάσει από την καταστροφή της Σμύρνης και ο Κοσμάς Πολίτης ήταν 74 χρονών όταν έγραψε για πρώτη φορά για τη χαμένη πολιτεία που τον διαμόρφωσε, τον τόπο όπου μεγάλωσε και ανδρώθηκε. Γράφει ο Peter Mackridge στο κείμενο «H ποιητική του χώρου και του χρόνου Στου Xατζηφράγκου». Στο: Πολίτης, Κοσμάς (1988). Στου Xατζηφράγκου. Eρμής, Αθήνα) : ‘Μέχρι τότε ο Πάρις Ταβελούδης (το πραγματικό του όνομα) είχε παρασιωπήσει το σμυρναίικο παρελθόν του, συγκαλύπτοντας την αίσθηση του ξεριζωμένου με το ψευδώνυμο-λογοπαίγνιο Κοσμάς Πολίτης.’

Το μνημόσυνο για την χαμένη Σμύρνη ήταν η ευκαιρία για τον Κ.Πολίτη να εκφράσει τον πόνο του για την απώλεια της πόλης που αγάπησε όσο καμία άλλη αλλά και να θρηνήσει για μια άλλη μεγάλη γι’ αυτόν απώλεια – αυτή της νεανικής αθωότητας. Το ‘Στου Χατζηφράγκου’ είναι ένα βιβλίο ‘αυτοπαρηγορητικό’, ένα βιβλίο που η συναισθηματική του βάση στηρίζεται ‘στην ολισθηρή σε χιλιάδες ατραπούς, μνήμη, που καλύπτει κατά κύματα το πολυαγαπημένο σώμα της πεθαμένης Σμύρνης’(Νόρα Αναγνωστάκη, Η Μεσοπολεμική Πεζογραφία, Τόμος Ζ’, σελ. 291)

Ο χρόνος του μυθιστορήματος είναι το 1901 και το 1902 εποχή που ο ελληνισμός της Ιωνίας βρισκόταν στο απόγειο της ακμής του. Έλληνες, Τούρκοι, Αρμένιοι, Εβραίοι, Εγγλέζοι και Φραγκολεβαντίνοι ζούσαν αρμονικά. Ο συγγραφέας επέλεξε μια εποχή ειρηνική, είκοσι χρόνια πριν την καταστροφή της πόλης, ενδεχομένως για να  αναδείξει έμμεσα τα κοινωνικά και εθνικά στοιχεία που οδήγησαν στην καταστροφή του 1922 και στη συνέχεια στον αφελληνισμό της Μικράς Ασίας.

Η πανέμορφη Σμύρνη που χάθηκε οριστικά, η πόλη που δίνει πνοή στο μυθιστόρημα, που συγκεντρώνει τα μικρά επεισόδια της καθημερινότητας, που δημιουργεί τους δεσμούς ανάμεσα στους χαρακτήρες, που βάζει τα γιορτινά της ανάλογα με τη γιορτή ή την εποχή, δεν ονομάζεται πουθενά στο βιβλίο γιατί όπως έχει πει ο συγγραφέας ‘για τους αγαπημένους νεκρούς μιλάει κανείς συχνά χωρίς να τους ονομάζει, νιώθοντας πως θα ‘ταν ασέβεια στη μνήμη τους να προφέρει το όνομά τους’.

Ο Πολίτης επαναφέρει στη ζωή αυτό τον ιερό τόπο, περιφερόμενος νοερά όχι στην κοσμοπολίτικη Σμύρνη του 1900 αλλά σε μια λαϊκή γειτονιά της, σε ένα μαχαλά γεμάτο ανθρώπους ανεπιτήδευτους με τις συνήθειες, τις ιστορίες και τις γραφικότητές τους. Ένα αλάνι γεμάτο αρώματα και  μουσική˙ το αλάνι του Χατζηφράγκου.

Το μυθιστόρημα δεν έχει κεντρική πλοκή. Μέσα από δώδεκα κεφάλαια με  διαφορετικές ιστορίες ο αναγνώστης περιπλανιέται στα στενά δρομάκια της Γκιαούρ Ιζμίρ, στο πολύβουο λιμάνι, στα μανάβικα και τα χασαπιά, στη σπετσαρία, στις ταβέρνες και  βλέπει, το μεγάλο χάνι του Φασουλά, το ρολόι της Άγιας Φωτεινής, τις καρότσες με τα λάστιχα γύρω στα καρούλια, τις καμήλες που μεταφέρουν αφιόνι και γλυκόριζα, τα σπίτια, τα παιδιά που παίζουν, τις νοικοκυρές που συζητούν, μπαίνει σε εκκλησίες και καφενεία, κάθεται στο τραπέζι με τους χαρακτήρες, διαβάζει τις σκέψεις, τις αμφιβολίες και τις αγωνίες τους. 125 χαρακτήρες μέτρησε ο Mackridge σ’ αυτό το βιβλίο και ο αναγνώστης τους ακολουθεί και αγωνιά για έρωτες, απορεί με φιλίες, συμμερίζεται ιδέες και προβληματισμούς, σημειώνει ιδεοληψίες, προκαταλήψεις και φόβους, ακούει τα μαντολίνα και τις κιθάρες, τις μπάντες των πνευστών, τις παιδικές χορωδίες. Κάποιοι δίνουν χρώμα στις περιγραφές  όπως ο τουρκοκρητικός Μουχαμέτης που διαλαλεί την πραμάτεια του, τα ‘άνυδρα κολοκυθάτσα’, ενώ κάποιοι άλλοι αναλαμβάνουν να εκφράσουν με τα λόγια, τις αποφάσεις, τις πράξεις τους τον χαρακτήρα ή τον τρόπο ζωής τους όλα όσα κουβαλούσε στο μυαλό και την ψυχή του ο συγγραφέας. Ένας τέτοιος χαρακτήρας είναι ο παπα Νικόλας, πνεύμα ανήσυχο με μόρφωση, καλλιέργεια και αναζητήσεις που αγωνιά για την τύχη του ξύλινου τέμπλου της εκκλησίας του – ένα κόσμημα τριών αιώνων με σκαλισμένα λουλούδια, πουλιά και καρπούς που έδινε την όψη του παραδείσου – που κινδυνεύει να χαθεί από έναν απατεώνα που θέλει να το αντικαταστήσει με ένα σύγχρονο τερατούργημα . Ο παπα Νικόλας είναι το ακριβώς αντίθετο από τον άλλο παπα τον παπα Νέστορα που με τον εκφοβισμό, τη μαγεία και τις δεισιδαιμονίες κρατά το ποίμνιο κοντά του. Ο παπα Νικόλας που αποφασίζει να γίνει ξέπαπας, να αποχωρίσει από τον κλήρο, ‘καθρεφτίζει αναπλασμένη την ταξική αυτομόληση του Πολίτη μετά το 1944’ (P. Mackridge)

Με την ιστορία της οικογένειας του εβραίου Ζαχαρία Σιμωνά, τη σιόρα Φιόρα Σιμωνά και την κόρη τους, ο Πολίτης επισημαίνει τόσο τη συμβίωση των διαφορετικών πολιτισμών και θρησκειών στην πόλη όσο και το θέμα της προκατάληψης.

Στα παιδιά της συνοικίας, που ανταποκρίνονται και συμμετέχουν πρόθυμα και με ενθουσιασμό στις ομορφιές της πόλης και της φύσης,  θα λεγε κανείς ότι ο Κ.Πολίτης ανέθεσε ένα ρόλο προνομιούχου παρατηρητή. Μέσα από τα μάτια τους περνά όλη η ζωή της πόλης.  Από την παρέα των παιδιών ξεχωρίζουν ο Αρίστος, μαθητής επιμελής και πολύ ευαίσθητος και ο Σταυράκης, που προέρχεται από μια φτωχή και προβληματική οικογένεια. Οι δύο αταίριαστοι φίλοι βρίσκονται σε όλες τις ιστορίες του βιβλίου, γίνονται το μέσον του συγγραφέα για να αναφερθεί όχι μόνο στην καλλιτεχνική ζωή της πόλης, τους αθλητικούς συλλόγους, τα σχολεία, τους μαχαλάδες, τις εξοχές και τα ερείπια αρχαίων ναών αλλά και για να προοικονομήσει με διάφορες αναφορές και να συμβολίσει με το τραγικό τέλος τους το τέλος της πόλης.

Ο Πολίτης αγαπάει τους συμβολισμούς όπως και τις θεοσοφικές  νύξεις και χρειάζεται ένας καλός οδηγός και μια επιπλέον ανάγνωση για να εντοπιστούν από κάποιο απλό αναγνώστη. Μέσα στο κείμενο υπάρχει ένας μεγάλος αριθμός διάσπαρτων συμβολισμών για την τύχη της πόλης με κυριότερο θέμα τους τον θάνατο και την ανάληψη. Ο θάνατος με τη φωτιά του ’22 συμβολίζεται με τον θάνατο των παιδιών ενώ η ανάσταση και η ανάληψή της με τα τσερκένια που την ανεβάζουν στους ουρανούς και τις λάμπες ασετιλίνης που κατασκευάζει ο Παντελής.

‘Είδες ποτέ σου πολιτεία να σηκώνεται ψηλά; Δεμένη από χιλιάδες σπάγκοι ν’ ανεβαίνει στα ουράνια; Ε, λοιπόν ούτε είδες ούτε θα μεταδείς ένα τέτοιο θάμα. Αρχινούσανε την Καθαρή Δευτέρα – ήτανε αντέτι – και συνέχεια κάθε Κυριακή και σκόλη, ώσαμε των Βαγιών. Από του Χατζηφράγκου τ’ Αλάνι κι από το κάθε δώμα κι από τον κάθε ταρλά του κάθε μαχαλά της πολιτείας, αμολάρανε τσερκένια. Πήχτρα ο ουρανός. Τόσο, που δε βρίσκανε θέση τα πουλιά. Για τούτο, τα χελιδόνια τα φέρνανε οι γερανοί μονάχα τη Μεγαλοβδομάδα, για να γιορτάσουνε την Πασχαλιά μαζί μας. Ολάκερη τη Μεγάλη Σαρακοστή, κάθε Κυριακή και σκόλη, η πολιτεία ταξίδευε στον ουρανό. Ανέβαινε στα ουράνια και τη βλόγαγε ο Θεός. Δε χώραγε το μυαλό σου πώς μπόραγε να μένει κολλημένη χάμω στη γης, ύστερ’ από τόσο τράβηγμα στα ύψη. Και όπως κοιτάγαμε όλο ψηλά, τα μάτια μας γεμίζανε ουρανό, ανασαίναμε ουρανό, φαρδαίναμε τα στέρνα μας και κάναμε παρέα με αγγέλοι. Ίδια αγγέλοι κι αρχαγγέλοι κορονίζανε ψηλά. Θα μου πεις, κι εδώ, την Καθαρή Δευτέρα, βγαίνουνε κάπου εδώ γύρω κι αμολάρουνε τσερκένια. Είδες όμως ποτέ σου τούτη την πολιτεία ν’ αρμενίζει στα ουράνια; Όχι. Εκεί, ούλα ήταν λογαριασμένα με νου και γνώση, το κάθε σοκάκι δεμένο με τον ουρανό. Και χρειαζότανε μεγάλη μαστοριά και τέχνη για ν’ αμολάρεις το τσερκένι σου.’

Μία από τις σταθερές της γραφής του Κ.Πολίτη είναι τα εμβόλιμα κεφάλαια. Όπως και στην ‘Eroica’ έτσι και στο ‘Στου Χατζηφράγκου’ παρεμβάλει μετά το έβδομο κεφάλαιο του βιβλίου, ένα κεφάλαιο χωρίς αρίθμηση με τον τίτλο ΠΑΡΟΔΟΣ. Η Πάροδος, που το όνομά της παραπέμπει σε τραγωδία, είναι το κεφάλαιο στο οποίο αναφέρεται ο συγγραφέας στην καταστροφή της Σμύρνης. Μ’ ένα χρονικό άλμα μας μεταφέρει από το 1902 στο 1962 με αφηγητή έναν ηλικιωμένο πρόσφυγα, τον Γιακουμή, που ζει σε μια περιοχή της Αττικής. Ο Γιακουμής θυμάται τη Σμύρνη, τις ομορφιές της, τις ιστορίες της αλλά και το χαμό της. ‘Σιγά σιγά, πήρε τ’ αυτί μου ένα βουητό, σα να κύλαγε άγριο ποτάμι, ξεχειλούσε κατά ‘δω, ζύγωνε ολοένα. Και ξαφνικά, μπουκάρανε απ’ τα σοκάκια κοπάδι ανθρώποι, σκυφτοί, αλαφιασμένοι, μ’ ένα μπόγο στον ώμο, μ΄ ένα μωρό στην αγκαλιά, μ’ ένα τέντζερε στα χέρια ή μ‘ ένα μύλο του καφέ, πράματα ασυλλόγιστα, τρελά, μουγκοί, ούτε γυναίκες στριγκλίζανε, ούτε γέροι να βογκάνε, ούτε μωρά να κλαψιαρίζουνε – μονάχα σούρσιμο στο χώμα και ποδοβολητό. Μουγκοί, σκυφτοί, μ’ αγριεμένα μούτρα, τραβάγανε μπροστά.’

Είναι πολλά αυτά που μπορεί κανείς να επισημάνει σ’ αυτό το μοναδικό βιβλίο που ο P.Mackridge βρήκε συγκρίσιμο με κορυφαία έργα των Προυστ (Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο), του Τζόυς (Οδυσσέας) και του Παπαδιαμάντη. Με μια γλώσσα αστόλιστη στην οποία επικρατεί το σμυρναίικο ιδίωμα, με τη μυθοποίηση του πραγματικού, τον εξανθρωπισμό των καταστάσεων, το διάχυτο συναίσθημα και το αποτύπωμα της μεγάλης απώλειας, με αναφορές στο αρχαϊκό παρελθόν, σε λαογραφικά στοιχεία, θεοσοφικές αναφορές και σύμβολα  ο Κοσμάς Πολίτης μας κληροδότησε με  το ‘Στου Χατζηφράγκου’ ένα έργο νοσταλγικό, έναν ύμνο στη χαμένη πατρίδα και ταυτόχρονα καταγγελτικό για το τέλος της και την τύχη των προσφύγων. Ένα έργο που αποτελεί επιπλέον το κλείσιμο των λογαριασμών ενός ανθρώπου που αρχικά αρνήθηκε να ενταχθεί στην ομάδα των μικρασιατών λογοτεχνών.

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.