Το βιβλίο ‘Ένας πολύ γλυκός θάνατος’ που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ σε μετάφραση και εισαγωγή Γιώργου Ξενάριου, παρακολουθεί το συναισθηματικό ταξίδι της Σιμόν ντε Μποβουάρ (Simone de Beauvoir, Παρίσι 1908-1986), η οποία συντροφεύοντας τη μητέρα της στις τελευταίες μέρες της ζωής της, οδηγείται σε μια διερεύνηση της πολυπλοκότητας της ανθρώπινης ύπαρξης μπροστά στο αναπόφευκτο του θανάτου.
Το ‘Ένας πολύ γλυκός θάνατος’ κυκλοφόρησε το 1964,- έξι χρόνια μετά τις ‘Αναμνήσεις μιας καθώς πρέπει κόρης’ (μτφ. Λέανδρος Πολενάκης, «ΓΛΑΡΟΣ«, 1979), στο οποίο η Σιμόν ντε Μποβουάρ είχε περιγράψει την ιστορία της αποξένωσής της από τη μητέρα της – και είναι το πρώτο από μια σειρά αυτοβιογραφικών κειμένων της στα οποία ασχολήθηκε ρητά με το θέμα των γηρατειών και του θανάτου.
‘Γιατί με κλόνισε τόσο πολύ ο θάνατος της μάνας μου; Από τότε που είχα φύγει από το σπίτι, ήταν ελάχιστες οι φορές που ξύπνησε μέσα μου αισθήματα στοργής και τρυφερότητας.’

Το βιβλίο αποτελεί την προσπάθεια της Μποβουάρ να συμβιβαστεί με τον επικείμενο θάνατο της μητέρας της, αντιμετωπίζοντας τους δικούς της φόβους με φιλοσοφικούς στοχασμούς για τη φύση της ύπαρξης και το αναπόδραστο του θανάτου. Με ένα οδυνηρό συνδυασμό συναισθηματικής ειλικρίνειας και φιλοσοφικής ενδοσκόπησης, αμφισβητώντας ανοικτά κάθε κοινωνική προκατάληψη και αναζητώντας παρηγοριά και κατανόηση μπροστά στην αναπόφευκτη απώλεια, εμβαθύνει στη σχέση της με τη μητέρα της επανεκτιμώντας το πλαίσιο της μεταξύ τους σχέσης.
‘Είχα δεθεί μ’ αυτή τη μελλοθάνατη. Καθώς μιλούσαμε στο μισοσκόταδο, οι παλιές μου τύψεις γιατρεύονταν : ξανάρχιζα έναν διάλογο που είχε διακοπεί στην εφηβεία μου και τον οποίο τόσο οι διαφορές μας όσο κι η ομοιότητά μας δεν είχαν επιτρέψει να ξαναπιάσουμε ποτέ. Η τρυφερότητα που ένιωθα παλιά και νόμιζα ότι είχε χαθεί για πάντα άρχισε να ξαναγεννιέται από τη στιγμή που μπόρεσε να χωρέσει μέσα σε λέξεις και σε απλές χειρονομίες.’
Το 1963 ένα κάταγμα στο ισχίο οδήγησε την 77χρονη Φρανσουάζ ντε Μποβουάρ στο νοσοκομείο όπου, λίγο πολύ τυχαία, οι γιατροί ανακάλυψαν ότι έπασχε από μια προχωρημένη μορφή καρκίνου˙ μια διάγνωση που δεν γνωστοποιήθηκε ποτέ στην ασθενή. Η Φρανσουάζ πίστευε ως την τελευταία της ανάσα, με παιδική αφοσίωση, τα αισιόδοξα λόγια των γιατρών για γρήγορη και σίγουρη ανάρρωση. Παρά τη δραματική επιδείνωση και τους έντονους πόνους της, κατέβαλε μεγάλες προσπάθειες υπομένοντας κάθε είδους ταπεινωτική θεραπεία και όλο αυτό το διάστημα η Σιμόν και η αδερφή της έγιναν μέρος αυτού του διπλού παιχνιδιού. Ενώ η μητέρα τους πίστευε ότι τη συντροφεύουν στην επίπονη διαδικασία αποθεραπείας της, οι δυο αδελφές περίμεναν τον θάνατο που θα τη λύτρωνε από το μαρτύριο. Η Μποβουάρ περιγράφει όχι μόνο το μαρτύριο της μητέρας της αλλά και την ‘ αμείλικτη ρουτίνα των νοσοκομείων όπου το ψυχορράγημα και ο θάνατος είναι καθημερινά, ασήμαντα γεγονότα’, τη διαδικασία με την οποία οι γιατροί επιτελούν το συνηθισμένο φόρτο εργασίας τους αγνοώντας τις αμφιβολίες των συγγενών.
‘Όταν πιάνεσαι στο γρανάζι των ειδικών, είσαι μικρός κι αδύναμος μπροστά στις διαγνώσεις τους, τις προβλέψεις τους, τις αποφάσεις τους. Ο άρρωστος γίνεται ιδιοκτησία τους – και άντε να τους τον πάρεις!’
Η Σιμόν ντε Μποβουάρ αντιπαραθέτει τις περιγραφές της δύσκολης καθημερινότητας στο νοσοκομείο με στιγμιότυπα της ζωής της μητέρας της ως έφηβη, ως γυναίκα, ως μητέρα. Ζωγραφίζει την εικόνα ενός ατόμου που – διαμορφωμένο από μια αυστηρή καθολική ανατροφή και περιορισμένο από απαγορεύσεις, τελετουργίες και παραδόσεις – πολέμησε ενάντια στις δικές του επιθυμίες και ανάγκες σε όλη του τη ζωή. Τώρα, μπροστά στο θάνατο, είναι πιο ήπια, πιο απλή, πιο καταδεκτική˙ οι λέξεις και οι χειρονομίες της γίνονται πιο αληθινές και πιο άμεσες. Όταν η Φρανσουάζ αρνείται να δει έναν ιερέα, η Μποβουάρ που έχει απομακρυνθεί από καιρό από την πίστη, αισθάνεται ότι πλησιάζει ολοένα και περισσότερο τη μητέρα της και μάλιστα νιώθει μεγάλη τρυφερότητα για αυτή.
‘Η μαμά αγαπούσε τη ζωή όσο κι εγώ και, ενώπιον του θανάτου, ένιωθε την ίδια άρνηση που αισθανόμουν κι εγώ. […] Η θρησκεία δεν μπορούσε να κάνει για τη μάνα μου περισσότερα, όπως δεν μπορούσε να κάνει για μένα η ελπίδα της μεταθανάτιας επιτυχίας. Η αθανασία όπως και να τη φανταστούμε, επίγεια ή επουράνια, όταν αγαπάς τη ζωή, δεν σε παρηγορεί μπροστά στο θάνατο.’
Ο τίτλος του βιβλίου ‘Ένας πολύ γλυκός θάνατος’ προέρχεται από τα παρηγορητικά λόγια που απηύθυνε στη συγγραφέα μια νοσοκόμα αμέσως μετά το θάνατο της μητέρας της και χρησιμοποιείται σαν σχήμα λόγου αφού η πορεία της Φρανσουάζ ντε Μποβουάρ προς το θάνατο περιγράφεται μαρτυρική και γεμάτη φόβο.
Χρησιμοποιώντας την ιστορία του θανάτου της μητέρας της ως έναυσμα η Μποβουάρ εκθέτει διακριτικά τις κοινωνικές στάσεις απέναντι στα γηρατειά, τον πόνο και τις δύσκολες αποφάσεις που αντιμετωπίζουν τόσο οι ετοιμοθάνατοι όσο και εκείνοι που τους συνοδεύουν σε αυτό το ταξίδι. Απέναντι από τη σιωπή και τις προκαταλήψεις γύρω από τον θάνατο, αντιπαραθέτει το ζήτημα της ειλικρίνειας απέναντι στον ασθενή ως προς τη διάγνωση, τα όρια της ιατρικής και το ρόλο των φροντιστών αλλά και το ερώτημα εάν κάθε ιατρικά πιθανή παράταση της ζωής είναι πραγματικά πάντα απαραίτητη, προτρέποντας σε επανεξέταση των κοινωνικών κανόνων που περιβάλλουν αυτά τα αναπόφευκτα στάδια της ζωής.

Το ‘Ένας πολύ γλυκός θάνατος’, το καλύτερο λογοτεχνικό βιβλίο της Σιμόν ντε Μποβουάρ σύμφωνα με τον Ζαν Πολ Σαρτρ, είναι ένα ειλικρινές και ιδιαίτερα συγκινητικό χρονικό που υπερβαίνει την προσωπική ιστορία και εκθέτει καθολικές αλήθειες για την ανθρώπινη ύπαρξη, τις σχέσεις μητέρας και κόρης, την αντιμετώπιση του θανάτου από τον ασθενή αλλά και από όσους είναι κοντά του, το δικαίωμα στην ευθανασία, την εξοικείωση του νοσηλευτικού προσωπικού με τον θάνατο, την παρηγοριά της πίστης, το δικαίωμα του ασθενούς στην αξιοπρέπεια.
‘Δεν υπάρχει φυσικός θάνατος˙ τίποτε απ’ όσα συμβαίνουν στον άνθρωπο δεν είναι ποτέ φυσικό, αφού η φυσική παρουσία του επαναδιαπραγματεύεται τον κόσμο. Όλοι οι άνθρωποι είναι θνητοί. Για κάθε άνθρωπο όμως ο θάνατός του είναι ένα δυστύχημα και, ακόμα κι αν τον γνωρίζει και συναινεί σε αυτόν, μια παράλογη, βίαιη πράξη.’