
Ο Bernhard Schlink (Μπέρναρντ Σλινγκ, Μπίλεφελντ 1944-), ένας από τους πιο γνωστούς σύγχρονους Γερμανούς συγγραφείς, καταπιάνεται στο τελευταίο του βιβλίο ‘Η Εγγονή’ – που κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις ΚΡΙΤΙΚΗ σε προσεγμένη μετάφραση Απόστολου Στραγαλινού – με τα περίπλοκα νήματα που συνδέουν το παρελθόν με το παρόν της ιδεολογικά διχασμένης Γερμανίας και τον αντίκτυπο της ιστορίας και της πορείας της χώρας του στην ζωή των πολιτών της. Με την ήπια, στοχαστική ματιά του εξετάζει την περίοδο λίγο πριν και μετά την πτώση του τείχους του Βερολίνου, όταν όλοι περίμεναν ότι η επανένωση της πόλης θα σήμαινε και την επανένωση του λαού και φτάνει μέχρι το σήμερα που απογοητευμένος βλέπει ότι οι κάτοικοι της ίδιας χώρας δεν μπόρεσαν ποτέ να ξαναβρούν ο ένας τον άλλον.
Τον Μάιο του 1964 ο Κάσπαρ, ένας νεαρός φοιτητής από τη Δυτική Γερμανία επισκέπτεται την Ανατολική πλευρά του διχοτομημένου Βερολίνου και εκεί συναντά και ερωτεύεται τη δυναμική σοσιαλίστρια Μπίργκιτ. Λίγο καιρό αργότερα την βοηθά να αποδράσει, παντρεύονται και ζουν μαζί για σαράντα χρόνια, μέχρι τον απρόσμενο θάνατο της Μπίργκιτ.
Το πένθος για τη γυναίκα του και το γράμμα ενός εκδότη που θέλει να δημοσιεύσει ένα χειρόγραφο της εκλιπούσης, οδηγούν τον Κάσπαρ να ψάξει το αρχείο της και αυτό που βρίσκει είναι πολύ περισσότερο από ένα σχέδιο για μυθιστόρημα. Η Μπίργκιτ σ’ ένα αυτοβιογραφικό κείμενο αποκαλύπτει ότι λίγο πριν φύγει από το Ανατολικό Βερολίνο είχε φέρει στον κόσμο ένα μωρό για το οποίο ποτέ δεν μίλησε στον Κάσπαρ. Γράφει για την περιορισμένη ζωή που ζούσε, για την οικογένειά της, για τη δίψα της να ζήσει ελεύθερη, για τον εγκλωβισμό της σε μια ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη, για τον έρωτά της για τον Κάσπαρ. Γράφει για την απόδρασή της, για τη ζωή της στη Δυτική Γερμανία, για το βιβλιοπωλείο που έστησαν με τον Κάσπαρ, για τα βιβλία που διάβαζε και για το μόνιμο κενό μέσα της. Γράφει για μια ζωή γεμάτη πάθος και απογοήτευση, γεμάτη από τη χαρά της ελευθερίας αλλά και τη θλίψη της νοσταλγίας για το σπίτι και την οικογένειά της. Μια ζωή γεμάτη ερωτηματικά για το παιδί που άφησε πίσω της.
Το μυστικό της γίνεται ένα ισόβιο ψέμα που δεν αποκαλύπτει ποτέ στον Κάσπαρ και την επιβαρύνει για όλη της τη ζωή. Αν και βασανίζεται από την ανάγκη να συναντήσει την κόρη της, να δει πόσο της μοιάζει και σε τι άνθρωπο έχει εξελιχθεί, το αναβάλλει συνεχώς, κυριευμένη από φόβο για την αντίδραση της κόρης της και τις δικές της ενοχές. ‘Τι φοβάμαι στ’ αλήθεια; Ότι το σπίτι όπου θα σταθώ απέξω ή θα χτυπήσω την πόρτα ή θα πατήσω το κουδούνι θα αποκαλύψει κάτι τόσο δυσάρεστο, που θα μου σπαράξει την καρδιά; Ότι η μοίρα της κόρης μου, οι κατηγορίες και οι αιτιάσεις της θα με κάνουν να νιώσω τελικά ένοχη; Τόσο ένοχη, που δεν θα μπορώ να το αντέξω;’ Ούτε η απόδραση στην Ινδία σε μια πνευματιστική ομάδα ούτε η καταφυγή σε φάρμακα και αλκοόλ μπορούν να ανακουφίσουν τον ψυχικό της πόνο.
‘Η ανεπανόρθωτη απώλεια δεν με θλίβει. Με θλίβει όμως το κενό. Το κενό, ο πόνος του κενού, ο πόνος.’
Συγκλονισμένος από τις αποκαλύψεις της γυναίκας του που ομολογεί ότι δεν βρήκε τη θέση της πουθενά, και ωθούμενος από ένα μίγμα θλίψης, θυμού και περιέργειας ο Κάσπαρ αποφασίζει να αναζητήσει την κόρη της νεκρής συζύγου του. Μια απόφαση την οποία ορίζει ως πράξη ύστατου χρέους στη μνήμη της Μπίργκιτ ενώ ταυτόχρονα δίνει νόημα και σκοπό και στη δική του μοναχική πλέον ζωή.
Χωρίς πολλές δυσκολίες, εντοπίζει τη Σβένια, την κόρη της Μπίργκιτ η οποία μεγάλωσε με τον βιολογικό της πατέρα, πέρασε ένα χρόνο στο Τοργκάου, το πιο σκληρό αναμορφωτήριο της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας, αναζήτησε καταφύγιο στα ναρκωτικά και τελικά παντρεύτηκε και απέκτησε μια κόρη. Η οικογένεια ζει σε μια κοινότητα ναζί, ένα σύμπαν βουτηγμένο στην πιο ανάδρομη ρατσιστική και εθνικιστική ιδεολογία, όπου το Ολοκαύτωμα αμφισβητείται εμμονικά, το πορτρέτο του Ρούντολφ Ες κοσμεί τους τοίχους των σπιτιών και οι τοπικές γιορτές περιλαμβάνουν την ερμηνεία των ρούνων.
Ο συγγραφέας παρατηρεί τη σημερινή επανενωμένη Γερμανία που διχάζεται από δύο αντικρουόμενες πολιτικές ιδεολογίες, στοιχειωμένη από ένα παρελθόν που κάποιοι δυσκολεύονται να αντέξουν ενώ κάποιοι άλλοι είναι περήφανοι και νιώθουν νοσταλγία γι’ αυτό. Υφαίνοντας την ιστορία των χαρακτήρων του μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο της γερμανικής ιστορίας εξερευνά το τραύμα των γενεών, το βάρος της κληρονομικής ενοχής και τις συνέπειές της στην σημερινή κοινωνία.

Μαζί με τη Σβένια, ο Κάσπαρ ανακαλύπτει και την Ζίγκρουν την δεκατετράχρονη κόρη της. Η Ζίγκρουν είναι ένα έξυπνο κορίτσι γαλουχημένο με τα ακραία πιστεύω του πατέρα της τα οποία αναπαράγει με σοκαριστική σιγουριά. Μιλάει στον Κάσπαρ για την επιδίωξη ειρήνης από τον Χίτλερ, για τα ψέματα για το ημερολόγιο της Άννας Φρανκ, για την εθνική ψυχή και την γερμανική αξιοπρέπεια, μιλάει όμως μ’ έναν τρόπο άκαμπτο που δεν ταιριάζει σε παιδί της ηλικίας της. Η Ζίγκρουν απαγγέλει το μάθημα που της έχουν διδάξει μέχρι να το αφομοιώσει απόλυτα.
Μαγεμένος από αυτή την εγγονή που έπεσε από τον ουρανό, ο Κάσπαρ κάνει τα πάντα για να την απομακρύνει από το περιβάλλον της, να διορθώσει την κρίση της και να την οδηγήσει στη ζωή μιας έφηβης της εποχής της, μακριά από τις ιδεολογικές κατηχήσεις του πατέρα της. Το μικρό διάστημα που οι γονείς της του επιτρέπουν να τη φιλοξενήσει, σε αντάλλαγμα μιας γενναίας κατάθεσης χρημάτων, ο Κάσπαρ με αγάπη, υπομονή και χωρίς διδακτισμό προσπαθεί να δώσει στη Ζίγκρουν πρόσβαση σε μια διαφορετική κουλτούρα, να τη φέρει σ’ επαφή με τη λογοτεχνία, με τη μουσική και την ελεύθερη σκέψη. Συζητάει μαζί της, την πηγαίνει σε θέατρα και μουσεία και αρχίζει σιγά σιγά να της δείχνει και την άλλη όψη της ιστορίας.
‘Ήθελε να βγει στον κόσμο. Και όσο το ήθελε, ο Κάσπαρ θα ήλπιζε. Η Ζίγκρουν θα ερχόταν και πάλι το καλοκαίρι, θα έφευγε μαζί της και θα της έδειχνε ένα κομμάτι του κόσμου και θα κατάφερνε να την κάνει να νιώσει λιγότερο εμπαθής. Και όσο έπαιζε πιάνο, θα ήλπιζε.’
Το βιβλίο αποτελεί απόδειξη της αφηγηματικής δεινότητας του Σλινγκ που καταδεικνύει τη δυσκολία της καταπολέμησης της ιδεολογικής σκέψης μέσω των υποτροπών αλλά και της προόδου της Ζίγκρουν, ενώ προσκαλεί τους αναγνώστες να αναλογιστούν την περίπλοκη αλληλεπίδραση μεταξύ ιστορίας, μνήμης και ατομικής ταυτότητας υπογραμμίζοντας την ακλόνητη δύναμη της τέχνης και του πολιτισμού στην υπηρεσία της αποκάλυψης της αλήθειας.
«Θα μου λείψεις, Ζίγκρουν. Είσαι μια αξιαγάπητη εγγονή».
Του χαμογέλασε. «Είναι ωραία μαζί σου. Ακόμα κι αν πρέπει πάντα να επικρατεί η δική σου αλήθεια και απαγορεύεται να υπάρχει η δική μου».
«Υπάρχει μόνο μία αλήθεια. Δεν ανήκει σ’ εμένα, δεν ανήκει σ’ εσένα, απλώς υπάρχει. Όπως ο ήλιος κι η σελήνη. Και όπως συμβαίνει και με τη σελήνη, μερικές φορές βλέπουμε μόνο τη μισή αλήθεια ˙ και παρ’ όλα αυτά είναι ολοστρόγγυλη και εύμορφη».
«Ολοστρόγγυλη και εύμορφη;»
«Είναι ο στίχος ενός ποιήματος.
Βλέπετε τη σελήνη εκεί ψηλά;
Θωρείτε μόνο το μισό της,
είν’ όμως ολοστρόγγυλη και εύμορφη.
Τούτο συμβαίνει με κάποια πράγματα
που μετά βεβαιότητας περιγελούμε,
γιατί τα μάτια μας δεν τα ξεκρίνουν.»
Το βιβλίο ‘Η Εγγονή’ του Bernhard Schlink ζητήθηκε στη Λέσχη Ανάγνωσης Passe Partout Reading και αρκετές από τις θέσεις του πιο πάνω κειμένου εκφράστηκαν από τα μέλη της Λέσχης.