Με το μυθιστόρημά του με τίτλο ‘Παρακαταθήκη’, ο Ερνάν Ντίαζ (Hernan Diaz, Αργεντινή 1978 -) εμπλέκει τους αναγνώστες του σε ένα παιχνίδι μυστηρίου, αποκαλύψεων και μεταβαλλόμενων οπτικών για να μιλήσει για τη δύναμη και την επιρροή του πλούτου στην αλλοίωση της πραγματικότητας αλλά και για τον μύθο των αυτοδημιούργητων, των επιχειρηματιών και χρηματιστών στην Αμερική των αρχών του 20ου αιώνα, με τις σκοτεινές συμφωνίες και τα σκαμπανεβάσματα της Wall Street που για κάποιους ήταν καταστροφή ενώ για κάποιους άλλους ευκαιρία. Κι αν η αποδόμηση του αμερικανικού ονείρου έχει καταγραφεί από σειρά συγγραφέων και κινηματογραφιστών μέσω πλήθους αυτοδημιούργητων χαρακτήρων που εμφανίζονται να έχουν αγωνιστεί σκληρά για να κατακτήσουν πλούτο και δόξα, εδώ ο Ντίαζ αποφεύγει το κοινότοπο και συνθέτει τέσσερεις διαφορετικές αφηγήσεις για να αναρωτηθεί για την αξιοπιστία των ιστοριών που περιέβαλαν αυτούς τους χαρακτήρες ˙ τέσσερεις διακριτές ενότητες, αυτοτελείς αλλά αλληλένδετες, με αντικρουόμενες αναφορές για την προσωπική και τη δημόσια ζωή ενός μεγιστάνα.
Η πρώτη ενότητα είναι ένα συμβατικό μυθιστόρημα γραμμένο από έναν συγγραφέα που ακούει στο όνομα Χάρολντ Βάνερ και αφορά στη ζωή του εκατομμυριούχου Μπένζαμιν Ρασκ και της συζύγου του Έλεν, στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα. Η μοναδική αίσθηση των τάσεων του επιχειρηματικού κόσμου και του χρηματιστηρίου που διαθέτει ο Ράσκ έχει σαν αποτέλεσμα όχι μόνο να προβλέψει τη Μεγάλη Ύφεση αλλά και να καταφέρει να κρατήσει την περιουσία του όταν το μεγαλύτερο μέρος της χώρας καταρρέει. Ο Ρασκ περιγράφεται από τον Βάνερ σαν ‘ανίκανος ως αθλητής, απρόθυμο μέλος σε λέσχες, αδιάφορος πότης, απαθής τζογαδόρος, χλιαρός εραστής. Παρότι όφειλε την περιουσία του στον καπνό, ούτε καν κάπνιζε. Εκείνοι που τον κατηγορούσαν ότι ήταν υπερβολικά συγκρατημένος, αδυνατούσαν να καταλάβουν ότι, στην πραγματικότητα, δεν είχε κανένα πάθος να καταπιέσει.’ Η Έλεν, η σύζυγός του, γόνος μιας αριστοκρατικής αλλά όχι ευκατάστατης οικογένειας, προικισμένη με ένα σπάνιο μαθηματικό μυαλό στρέφει το ενδιαφέρον της στις φιλανθρωπίες και τις τέχνες. Το ζευγάρι παραμένει απρόσιτο, σε μια πολυτελή έπαυλη στο Μανχάταν, προσηλωμένο στα δικά του ενδιαφέροντα μέχρι το τέλος˙ ένα τέλος που έρχεται με τον θάνατο της Έλεν σ’ μια κλινική της Ελβετίας σαν αποτέλεσμα μιας περίπλοκης και σοβαρής κληρονομικής ψυχικής διαταραχής.

Η δεύτερη ενότητα του βιβλίου είναι το ημιτελές σχέδιο της αυτοβιογραφίας του Άντριου Μπέβελ, του πραγματικού χαρακτήρα που αποτέλεσε το βασικό υλικό για το μυθιστόρημα του Βάνερ, ο οποίος θεωρώντας προσβλητική την απεικόνισή του από τον Βάνερ αποφασίζει να αποκαταστήσει την εικόνα του. Γράφει λοιπόν τη δική του εκδοχή για τις διακυμάνσεις του χρηματιστηρίου και τα δικά του ιστορικά επιτεύγματα του 1926 και του 1929 χωρίς να παραλείπει να διορθώσει και την εικόνα της συζύγου του που στο μυθιστόρημα του Βάνερ είχε παρουσιαστεί σαν γυναίκα με κλειστό και δύσκολο χαρακτήρα. ‘Σ’ εκείνη βρήκα όχι μόνο παρηγοριά και υποστήριξη αλλά και έμπνευση. […] ήταν η μούσα μου’, λέει.
Ο Ντίαζ φροντίζει να αλλάζει τη γλώσσα και το στυλ της κάθε αφήγησης ανάλογα με τον αφηγητή και έτσι η ήσυχη τυποποιημένη εξιστόρηση του Βάνερ ακολουθείται από την στομφώδη και με πολλές σημειώσεις γραφή του Μπέβελ. ‘Πρόσφατα επιτεύγματα μετά τον θάνατο της Μίλντρεντ. Προσωπική ευημερία, παρά τη θλίψη και τις αντίξοες πολιτικές συνθήκες. Να τα απαριθμήσω.’
Το τρίτο μέρος του βιβλίου είναι γραμμένο από μια εβδομηντάχρονη συγγραφέα, την Αΐντα Παρτένζα η οποία στα είκοσί της χρόνια είχε προσληφθεί σαν γραμματέας από τον Άντριου Μπέβελ για να τον βοηθήσει στη συγγραφή της αυτοβιογραφίας του˙ ένα έργο που δεν ολοκληρώθηκε ποτέ λόγω του αιφνίδιου θανάτου του Μπέβελ.
Ο πατέρας της Αΐντα ήταν ένας Ιταλός που αναγκάστηκε να μεταναστεύσει στην Αμερική όταν εντοπίστηκε η συμμετοχή του σε αναρχικές ομάδες. Μεγάλωσε την Αΐντα με ιστορίες και πρότυπα που περιλάμβαναν από τους στίχους του Τζιοβανίτι και τις θεωρίες του Ερίκο Μαλατέστα μέχρι τη δικαστική δολοφονία του Νικόλα Σάκο και του Μπαρτολομέο Βαντσέτι. Αυτό το τρίτο μέρος του βιβλίου του Ντίαζ, το μεγαλύτερο σε έκταση, είναι το σημείο όπου οι θέσεις του συγγραφέα γίνονται πιο σαφείς, με τον ρομαντικό τυπογράφο να αποτυπώνει καίρια τη θέση του για τον πλούτο αλλά και τη σχέση των χρημάτων με τη λογοτεχνία. ‘το χρήμα είναι ένα πλασματικό προϊόν’ λέει ‘ένα μύθευμα, το χρηματιστικό κεφάλαιο είναι ένα μύθευμα ενός μυθεύματος. Αυτό εμπορεύονται όλοι εκείνοι οι εγκληματίες: μυθεύματα’. Πεισματάρης, δύσπιστος στο αμερικάνικο όνειρο, παγιδευμένος ‘ανάμεσα στη χώρα που είχε αφήσει και μισούσε και στη γη που τον είχε υποδεχτεί χωρίς να τον αποδέχεται πλήρως’, τελειομανής τυπογράφος που επιμένει να κάνει τη στοιχειοθεσία με το χέρι, βγάζει κάποια χρήματα τυπώνοντας προσκλήσεις ενώ στον υπόλοιπο χρόνο του τυπώνει αφίσες για την αναρχική του ομάδα. Η Αΐντα αναγκάζεται να αναζητήσει δουλειά για να βοηθήσει τα οικονομικά του σπιτιού και κάπως έτσι βρίσκεται να κάθεται απέναντι από τον Άντριου Μπέβελ και να σχεδιάζει μαζί του τη δημόσια εικόνα του.
Η ζωή της νεαρής Αΐντα κινείται ανάμεσα στον πατέρα, τον φίλο της και τον εργοδότη της που όλοι τους – παρά τις τεράστιες πολιτικές, πολιτιστικές και ταξικές διαφορές τους -προσπαθούν να τη χειραγωγήσουν με διαφορετικούς τρόπους και να την περιορίσουν στους στερεοτυπικούς ρόλους της νοικοκυράς και της γραμματέως. Κι εκείνη αντεπιτίθεται με τον μόνο τρόπο που ξέρει, τη συγγραφική της οξύνοια.
Κατά τη διάρκεια της συνεργασίας της με τον Μπεβέλ η Αΐντα είχε διαπιστώσει πόσο κρυμμένη έδειχνε η πραγματική εικόνα της Μίλντρεντ. Οι πληροφορίες της προερχόντουσαν από τον Μπεβέλ ο οποίος μάλιστα της ζητούσε να καλύψει αρκετά κενά γύρω από τη ζωή και τον χαρακτήρα της γυναίκας του με ιστορίες δικής της επινόησης. Έτσι η πραγματική Μίλντρεντ παρέμενε για την Αΐντα ένα αίνιγμα. Σε αναζήτηση της λύσης αυτού του αινίγματος επισκέπτεται πενήντα χρόνια αργότερα, το παλιό σπίτι των Μπεβέλ που έχει πλέον γίνει μουσείο, για να αναζητήσει κάποια στοιχεία στα προσωπικά αρχεία του ζευγαριού που είναι πλέον διαθέσιμα στο κοινό.
Η τέταρτη και τελευταία ενότητα του βιβλίου προέρχεται από την ανακάλυψη του ημερολογίου της Μίλντρεντ από την Αΐντα. Είναι αυτό το τελευταίο μέρος που αποκαλύπτει την τόσο καλά κρυμμένη αλήθεια και αποκαθιστά την εικόνα μιας έξυπνης, χειραφετημένης γυναίκας.
‘Φαντάσου την ανακούφιση του ν’ ανακαλύπτεις
ότι κάποιος δεν είναι αυτός που κάποιος νόμιζε ότι ήταν’
Ο τίτλος του μυθιστορήματος του Ντίαζ (Trust = εμπιστοσύνη, καταπίστευμα, παρακαταθήκη) εκτός από την ερμηνεία του ως οικονομικού όρου παραπέμπει και στο θέμα της εμπιστοσύνης, εμπιστοσύνη στην αλήθεια μιας ιστορίας, στην ειλικρίνεια και την αμεροληψία του αφηγητή. Εκτός αυτού όμως ο ελληνικός τίτλος Παρακαταθήκη μπορεί να ερμηνευτεί και ως έκφραση της ανθρώπινης ματαιοδοξίας, της ανάγκης κάποιου να ελέγξει την υστεροφημία του.

Ο Ντίαζ με την Παρακαταθήκη δεν δίνει μόνο ένα καινοτόμο μυθιστόρημα γεμάτο μυστικά και εκπλήξεις, αλλά διερευνά και μια σειρά θεμάτων όπως τους τρόπους που το χρήμα και η εξουσία παραποιούν ή και χειραγωγούν την αλήθεια, τον ρόλο των γυναικών σε ένα ανδροκρατούμενο κόσμο, τη δυνατότητα λύτρωσης μέσω της τέχνης και της συμπόνιας, τους διάφορους τρόπους με τους οποίους εξαπατούμε τον εαυτό μας. Πάνω απ’ όλα όμως στοχάζεται πάνω στη φύση της ίδιας της αφήγησης˙ ένα μυθιστόρημα που περιέχει ένα άλλο μυθιστόρημα, μια ημιτελή αυτοβιογραφία, μια μαρτυρία και ένα ημερολόγιο που το καθένα από αυτά επεκτείνεται σε άλλες ιστορίες, κατασκευασμένες ή πραγματικές και όλες μαζί χρησιμοποιούνται από τον ευφυή συγγραφέα για να αποδείξουν ότι η λογοτεχνία δεν μιμείται απλώς τη ζωή αλλά διαμορφώνει και την πραγματικότητα.
Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ σε προσεγμένη απόδοση στα ελληνικά από την Κάλλια Παπαδάκη.