LOVE ME TENDER

στις
Constance Debré

Η Κονστάνς Ντεμπρέ (Constance Debré,  Παρίσι 1972 – ) στη σύντομη μυθιστορηματική αυτοβιογραφία της με τίτλο Love me tender που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΠΟΛΙΣ σε μετάφραση Χαράς Σκιαδέλλη εξερευνά τα θέματα της κοινωνικής τάξης, των νόμων, της ομοφυλοφιλίας και της μητρότητας μέσα από τον αγώνα μιας γυναίκας που αντιμετωπίζει μια κοινωνία προσκολλημένη στις συμβάσεις της που απειλεί να καταστρέψει τη σχέση μητέρας-παιδιού.

Εγγονή του πρωθυπουργού και στενού συνεργάτη του Ντε Γκωλ, Μισέλ Ντεμπρέ και κόρη του δημοσιογράφου, Φρανσουά Ντεμπρέ,  η συγγραφέας μεγάλωσε σε ένα αστικό περιβάλλον στο οποίο όμως εκτός από άνεση και καλές σπουδές βίωσε και αρκετές δύσκολες και πολύπλοκες καταστάσεις όπως ο εθισμός των γονιών της στα ναρκωτικά και ο θάνατος της μητέρας της όταν η ίδια ήταν μόλις 16 ετών. Η Ντεμπρέ σπούδασε νομικά και για αρκετά χρόνια εργάστηκε σαν δικηγόρος. Στα 47 της  αποφάσισε να βάλει τέλος στον εικοσάχρονο γάμο της για να ζήσει με μια γυναίκα και στη συνέχεια απαρνήθηκε τελείως την άνετη ζωή και την επιτυχημένη καριέρα της για να ζήσει ελεύθερη από συμβάσεις μια ζωή ενάντια σε κάθε αστικό θεσμό.

Η ηρωίδα του βιβλίου έχει το ίδιο όνομα με τη συγγραφέα και παρόμοια ζωή. Όταν μετά από δύο χρόνια χωρισμού από τον επί είκοσι χρόνια σύζυγό της, του αποκαλύπτει την ομοφυλοφιλία της, εκείνος χρησιμοποιεί τον γιό τους για να την εκδικηθεί. Σύμμαχός του σ’ αυτή τη μάχη το γαλλικό δικαστικό σύστημα που στέκεται απέναντι από την Κονστάνς και της αμφισβητεί το δικαίωμα να βρίσκεται κοντά στο παιδί της.

Η Κονστάνς κάνει ό,τι μπορεί για να είναι με τον γιο της αλλά τελικά χάνει την επιμέλεια του παιδιού και καταλήγει να το συναντά για λίγο κάθε δύο εβδομάδες και πάντα με την επιτήρηση κοινωνικών λειτουργών. Η συγγραφέας αναφέρεται σ’ αυτή τη μάχη απορρίπτοντας το ρόλο του θύματος, χωρίς συναισθηματικές εντάσεις και χωρίς να διαφαίνεται σε κάποιο σημείο η αμφισβήτηση της απόφασής της να απομακρυνθεί από μια ζωή που δεν τη γέμιζε. Κόβει τις γέφυρες με την προηγούμενη ζωή της χωρίς ενοχές και χωρίς να υποκύπτει στο συναίσθημα. Είναι σαφές ότι υποφέρει με την απομάκρυνσή της από τον γιό της αλλά ούτε μια στιγμή δεν αναζητά τις ευθύνες γι’ αυτή την κατάσταση στον εαυτό της. Αντιλαμβάνεται ότι αυτό είναι το τίμημα που πρέπει να πληρώσει για να ζήσει όπως θέλει. Μένει σ’ ένα δωμάτιο 9 τετραγωνικών  που δεν χωράει ούτε τα βιβλία της, κολυμπάει καθημερινά με πείσμα, γράφει για αρκετές ώρες, βλέπει κοπέλες και κοιμάται μαζί τους, κλέβει για να φάει και περιμένει ‘να βγει το βιβλίο, να προχωρήσει η δικαστική διαδικασία , να ξαναβγάλω λίγα λεφτά, να ξαναδώ τον γιό μου. Να περιμένω να ηρεμήσουν τα πράγματα, να συνηθίσει, να επουλωθεί, να ανασυντεθεί το σύμπαν. Το σύμπαν γύρω μου. Δεν θα γυρίσω πίσω, δεν θα ξαναμπώ στο παλιό μου δέρμα.’ Η παραιτημένη ψυχραιμία με την οποία αντιμετωπίζει τη δύσκολη αυτή κατάσταση δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια  στρατηγική επιβίωσης. Αποστασιοποιείται συναισθηματικά, δεν σκέφτεται  πόσο της λείπει ο γιός της, δεν απελπίζεται με  τον άδικο τρόπο που την αντιμετωπίζει ο πρώην σύζυγός της και το δικαστικό σύστημα της χώρας της ή ακόμη και η έλλειψη στήριξης από την οικογένειά της˙ απλώς κάνει αυτό που πρέπει και περιμένει. ‘Εκπαιδεύομαι για να γίνω άφθαρτη, χρειάζομαι να επιβεβαιώσω πως όντως είμαι. Δεν θα ήταν το ίδιο αν είχα ένα δίχτυ, μια οικογένεια να στηριχτώ, μια κληρονομιά κάπου, ένα κατιτίς, ή αλλιώς κάποιον. Αλλά εγώ δεν έχω τίποτα.’

Με διαλόγους που δεν μπαίνουν σε εισαγωγικά αλλά ενσωματωμένοι στην αφήγηση συγχωνεύονται στην ιστορία και ένα συνδυασμό ακρίβειας και  λέξεων που εκτοξεύονται με θυμό, σχεδόν προκλητικά, μέσα σε σύντομες, ξεκάθαρες στο νόημά τους προτάσεις, η Ντεμπρέ προσδίδει έναν αέρα αποφασιστικότητας και αυτοπεποίθησης στη γραφή της, χτίζοντας την  αίσθηση ενός χαρακτήρα που μέσα από την αμφισβήτηση των κοινωνικών κανόνων, αγωνίζεται δυναμικά για την αλήθεια του, σίγουρος για το τι θέλει, αλλά αβέβαιος για το αν ο κόσμος μπορεί να του το δώσει. 

‘Κάτι άλλο αλλάζει αυτή την περίοδο, είναι η ηθική μου. Προηγουμένως ήθελα να πηγαίνουν όλα καλά, τώρα έχω καταλάβει πως δεν χρωστάμε τίποτα σε κανέναν.’

Η Κονστάνς αναφέρεται στις συντρόφους της με τα αρχικά των ονομάτων τους, μιλάει για τα συναισθήματά τους σχεδόν περιφρονητικά, με τον ίδιο τρόπο που περιγράφει και τη μοναχική της ζωή˙ μια ζωή περιπλάνησης σε προσωρινά καταλύματα με δύο πουκάμισα κι ένα δερμάτινο μπουφάν.

Η Ντεμπρέ στοχάζεται πάνω στο θέμα της μητρικής αγάπης και προσπαθεί να επαναδιατυπώσει την έννοια της μητρότητας πέρα από τις συμβατικές προσδοκίες. ‘Μητέρα δεν υπάρχει. Μητέρα ως ιδιότητα, ως ταυτότητα, ως εξουσία ή μη-εξουσία, ως θέση, κυριαρχούμενου και κυρίαρχου, ως θύμα και ως θύτης, δεν υπάρχει. Δεν υπάρχουν ποτέ αυτά τα πράγματα. Υπάρχει η αγάπη και είναι κάτι εντελώς διαφορετικό. Η αγάπη που δεν χρειάζεται καν αγάπη ως αντάλλαγμα, η αγάπη που δεν ζητάει τίποτα, η αγάπη που ξέρει τι είναι και που δεν αμφιβάλλει ποτέ, η αγάπη που ξέρει ότι ο πόνος δεν είναι τίποτα, ότι δεν την αφορά, ότι είναι ανενεργός, ότι η βία δεν αφορά παρά μόνο εκείνον που την ασκεί. Ο γιός μου τα γνωρίζει όλα αυτά πολύ καλά. Είναι ένας μικρός mensch ο γιός μου.’

Η γραφή της αποπνέει αρρενωπότητα, προκαλεί και σοκάρει αλλά η αλήθεια της, που αποδίδεται τόσο υπέροχα, είναι ότι παρά την όποια απόρριψη  κάθε κοινωνικής σύμβασης ποτέ πραγματικά δεν παύουμε να αναζητάμε την αγάπη, σε όλες τις μορφές της. Ίσως τελικά για να είμαστε ελεύθεροι, να πρέπει καλωσορίζουμε ό,τι μας συμβαίνει, να αγκαλιάζουμε τα πάντα, ακόμα και τις ήττες μας και ίσως έτσι να καταφέρουμε να αντιστρέψουμε τη θλίψη.

Ένα Σχόλιο Προσθέστε το δικό σας

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.