γράφει η Αλίς Κάραγιαν
(Αφιερωμένο στη μητέρα μου, ως μια ελάχιστη σύνδεση ψυχής. 29.6.2022)

Μία εποχή φτάνει στο τέλος της….
Για να τη διαδεχθεί το απόλυτο σκοτάδι ….
Που θα συντρίψει τις αξίες, τη δικαιοσύνη, τον ανθρωπισμό.
‘Το μεγαλείο του καλλιτέχνη εξαρτιέται από την ανθρωπιά του και την επίδραση που άσκησε στην ηθική πρόοδο’, γράφει στον πρόλογο του βιβλίου του για τον Ρομαίν Ρολλάν ο Στέφαν Τσβάιχ το 1926. Και συνεχίζει, ‘αφιερώνω τούτο το βιβλίο στους λίγους εκείνους που στην ώρα της δοκιμασίας από τη φωτιά, έμειναν πιστοί στην Ευρώπη, την Ιερή μας Πατρίδα.’ Και συνεχίζει με θαυμασμό για τον Ρολλάν, ‘είναι σύμβολο για όλες τις ελεύθερες ψυχές, σημάδι παρηγοριάς, και η ηθική συνείδηση της Ευρώπης ανάμεσα στην αναταραχή κατά τα έτη των πολέμων τούτου του αιώνα’.
Γιατί ο Τσβάιχ γράφει όλες αυτές τις βιογραφίες; Συνθέτει τα πορτραίτα των προσωπικοτήτων τους, όπου το πνεύμα τους δεν είναι υπηρέτης κανενός∙ αυτοί υπηρετούν το πνεύμα. Τον συνεπαίρνει π.χ. ο Ρολλάν με την ηθική του δύναμη, όπου η φωνή του για την ευρωπαϊκή αδελφοσύνη μάχεται σθεναρά, η βία πρέπει να νικηθεί, η ενότητα της Ευρώπης είναι η συνείδηση του σύμπαντος. Γράφει λοιπόν για τον Έρασμο, τον πρώτο ουμανιστή και ειρηνόφιλο διανοούμενο, τον Μονταίνιο αργότερα το 1941, ουμανιστή της αναγέννησης, τον Μπαλζάκ, θεμελιωτή του ρεαλισμού στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία, τον Ντίκενς, ο οποίος ήταν στρατευμένος υπέρ των δικαιωμάτων των παιδιών, υπέρ της εκπαίδευσης και άλλων κοινωνικών μεταρρυθμίσεων, τον Ντοστογιέφσκι, τον Χάϊνριχ Κλάϊστ, ρομαντικό δραματουργό των αρχών του 19ου αιώνα, γράφει για τον Νίτσε και τον Φρόϊντ που θαυμάζει βαθιά, τον Γάλλο Σταντάλ (ο οποίος σύμφωνα με τον Νίτσε ήταν ο τελευταίος από τους μεγάλους Γάλλους ψυχολόγους). Θέλει να κατανοήσει, σε όλα αυτά τα μεγάλα πνεύματα της διανόησης, το μυστήριο της δημιουργικότητάς τους. Αυτό ακριβώς τον συναρπάζει και τον διεγείρει. Η τέχνη και ο Ευρωπαϊκός πολιτισμός είναι η θρησκεία του. Έχει στρατευτεί με ήπιο τρόπο ενάντια στη βία και το δογματισμό.
Όμως ο Στέφαν Τσβάιχ δεν μένει κλεισμένος και αποκομμένος με σκοπό μόνο να γράφει. Όχι, είναι απόλυτα ενεργός. Θα μπορούσε να είναι ένας θαυμάσιος πρεσβευτής που ταξιδεύει πολύ, αλληλογραφεί, καλλιεργεί σχέσεις -όπως με τους Ογκίστ Ροντέν, Μαξίμ Γκόργκι, Ράινερ Μαρία Ρίλκε, Ρομαίν Ρολλάν, Έρμαν Έσσε, Αννέτ Κολμπ, Φραντς Βέρφελ, Άλμπερτ Σβάιτσερ, Γιόζεφ Ροτ, Νίτσε, Φρόιντ, Τζέημς Τζόις, Μπρούνο Βάλτερ – και όχι μόνο. Με τον Γιόζεφ Ροτ έχει μια αδελφική φιλία και διατηρεί αλληλογραφία μαζί του από το 1927 ως και το 1938. Ο Στέφαν Τσβάιχ, ένας Αυστριακός Εβραίος, γίνεται ένας εμβληματικός Ευρωπαίος.

Πηγή : https://nl.wikipedia.org/wiki/Stefan_Zweig
Τη δεκαετία του ’30 ζει τη διάψευση της ηθικής του πολιτισμού, όπως την ονειρεύεται και εν μέρει όπως τη γνωρίζει. Ειρηνιστής και ουμανιστής, ‘Ο Κόσμος του Χθες, αναμνήσεις ενός Ευρωπαίου’ είναι η λογοτεχνική του διαθήκη (η έκκλησή του για μία ευρωπαϊκή προοπτική που να παρακάμψει τον εθνικισμό), κάνει έκκληση για τη διάσωση της Ειρήνης μεταξύ των αδελφών λαών. Η Ευρωπαϊκή προοπτική σαν έννοια είναι γι’ αυτόν η αποτροπή του πολέμου και η μαχόμενη εναντίωση στην επανάληψή του, που με αγωνία βλέπει να διαφαίνεται στον ορίζοντα, γράφει στο κείμενό του το 1932, ‘Η Διάσωση της Ευρωπαϊκής Ιδέας’, όπου προτείνει να γραφτεί μια κοινή ιστορία για την Ευρώπη με στόχο να παρουσιαστούν περισσότερο τα επιτεύγματα παρά η εχθρότητα. Επίσης μιλάει για κινητικότητα και ανταλλαγή φοιτητών μέσα στους κόλπους των πνευματικών ιδρυμάτων της Ευρώπης, είναι τόσο σύγχρονος, τόσο σημερινός ο Τσβάιχ! Και στο κείμενό του, το 1934, ζητάει οι ψευδείς ειδήσεις να μπορούν μέσα από έναν ενιαίο ευρωπαϊκό μηχανισμό, να αποκαλύπτονται και να καταπολεμούνται. Και το επόμενο αίτημά του είναι ο Ευρωπαϊσμός να αποκτήσει λαϊκότητα και μαζικότητα, δηλαδή να διευρυνθεί έξω από τα συνεδριακά τείχη και να απαιτήσει έρεισμα μέσα στα πλήθη, ακριβώς γιατί βλέπει τις οργανωμένες μάζες του φασισμού και του ολοκληρωτισμού που εξαπλώνονται μέσα σε αυτόν τον ευρωπαϊκό χώρο που ο ίδιος ονειρεύεται σαν χώρο του πολιτισμού της δημοκρατίας και της ειρήνης, όπου οι λαοί πρέπει να προστατεύονται με την κουλτούρα της δυναμικής της συμβίωσης του πνεύματος και της προόδου ειρηνικά.
Όπως λέει στον πρόλογο του βιβλίου του ‘Ο Κόσμος του Χθες’,
‘Με ξερίζωσαν απ’ ό,τι αποτελούσε το παρελθόν μου, και με εκσφενδόνισαν στο κενό. Γεννήθηκα το 1881 σε μία μεγάλη και ισχυρή Αυτοκρατορία, τη μοναρχία των Αψβούργων, αλλά σβήστηκε ολότελα από τον χάρτη χωρίς ν’ αφήσει το παραμικρό ίχνος. Μεγάλωσα στη Βιέννη την υπερεθνική εκείνη μητρόπολη των 2 χιλιάδων χρόνων και αναγκάστηκα να την εγκαταλείψω σαν εγκληματίας, πριν υποβαθμιστεί σε μία Γερμανική επαρχιακή πόλη. Το λογοτεχνικό μου έργο πυρολύθηκε και έγινε στάχτη, στην ίδια αυτή χώρα όπου τα βιβλία μου είχαν κερδίσει εκατομμύρια αναγνώστες. Η Ευρώπη χάθηκε για μένα από τη στιγμή που για δεύτερη φορά αυτοκτονώντας ουσιαστικά με δική της βούληση, σπαράζεται από αδελφοκτόνο πόλεμο.
Άθελά μου έγινα μάρτυρας της πιο τρομακτικής ήττας της λογικής και του πιο άγριου θριάμβου της κτηνωδίας που σημειώθηκε ποτέ στα χρονικά της Ιστορίας. Καμμιά άλλη γενιά, το αναφέρω με αίσθημα ντροπής, δεν ξέπεσε ποτέ όσο η δική μας, από ένα τόσο υψηλό πνευματικό επίπεδο σε μια τέτοια ηθική παρακμή.’
Γιός μιας πολύ ευκατάστατης οικογένειας Εβραίων της Βιέννης, και από την πλευρά της μητέρας του με μία αριστοκρατική δομή και κουλτούρα, γρήγορα στρέφεται στην ποίηση. Έχει προσχωρήσει σε μία ομάδα εστέτ με ποιητές και συγγραφείς όπως ο Ούγκο φον Χόφμανσταλ και ο πνευματικός του έρωτας είναι ο Βέλγος ποιητής Εμίλ Βεραρέν. Κάνει τις σπουδές του στη φιλοσοφία, ολοκληρώνει με μία διατριβή γύρω από τη φιλοσοφία του Ιππόλυτου Τάιν, Γάλλου φιλόσοφου και ιστορικού, μεταφράζει Μπωντλαίρ και Βερλαίν, ενώ στα 19 του χρόνια γίνεται διάσημος, γράφει την πρώτη του νουβέλα ‘Τα Ξεχασμένα Όνειρα’ η οποία γρήγορα γίνεται μπεστ σέλερ.
Η αρχή του 20ου αιώνα σηματοδοτείται με τεράστιες αλλαγές, το τηλέφωνο, ο τηλέγραφος, ο σιδηρόδρομος, τα αυτοκίνητα, τα πρώτα αεροπλάνα, ο Αϊνστάιν και ο Σίγκμουντ Φρόιντ με την ψυχανάλυση. Όταν λοιπόν κηρύσσεται ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος, ο Τσβάιχ είναι ήδη διάσημος. Το 1908 είχε ταξιδέψει στην Ινδία όπου έμεινε αρκετούς μήνες, το 1911 ταξιδεύει στην Βόρεια και Νότια Αμερική, το 1917-1918 συναντιέται στους ειρηνιστικούς κύκλους της Γενεύης με όλους τους αντιπολεμικούς συγγραφείς της περιόδου αυτής και κάνει νέες φιλίες.
Το 1917 η Γερμανία βγαίνει ηττημένη από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και μέσα από τις στάχτες του μεγάλου πολέμου αναδύεται η ‘ανάπηρη’ -όπως λέγεται – ‘Δημοκρατία της Βαϊμάρης’. Καταφέρνει να επιβιώσει επί 15 χρόνια αντιμετωπίζοντας τους εθνικοσοσιαλιστές, τους κομμουνιστές και τους εθνικιστές και παρόλες τις κρίσεις, οι τέχνες και ο πολιτισμός γνωρίζουν μια πρωτοφανή άνθηση στη χώρα του Γκαίτε και του Σίλλερ.

Ο Στέφαν Τσβάιχ, εραστής της λογοτεχνίας, θέλει να έχει συναισθηματική σύνδεση με όλους τους σημαντικούς, θέλει να συνδέσει με έναν προσωπικό του κρίκο το χθες με το σήμερα, εκεί που και ο ίδιος ανήκει, γιατί όσο ανήκει στο σήμερα, άλλο τόσο και περισσότερο ανήκει, θαυμάζει και εκτιμάει το χθες∙ βλέπει στα ιστορικά πρόσωπα του παρελθόντος και τον εαυτό του. Συλλέγει χειρόγραφα, γραπτά και παρτιτούρες, των Νίτσε, Τολστόι, Μπαλζάκ, Ντοστογιέφσκι, Όσκαρ Ουάιλντ, Μότσαρτ. Έχει ένα φύλλο χειρόγραφο από τον Φάουστ του Γκαίτε, και το ιερό γραφείο του Μπετόβεν που αργότερα θα το πάρει μαζί του στο Λονδίνο.
Το 1928 ταξιδεύει στη Ρωσία με την ευκαιρία των εκατό χρόνων από τη γέννηση του Τολστόι. Είναι πολυγραφότατος όλο αυτό το διάστημα, πολύ αναγνωρισμένος με κύρος και ηθικό ανάστημα.
Η άνοδος όμως του Ναζισμού τον Ιανουάριο του 1933, βάζει τέλος στη σχετικά ήρεμη ζωή της εποχής αυτής. ‘Όλες οι γέφυρες ανάμεσα στο σήμερα στο χθες και στο προχθές έχουν κοπεί’, γράφει στο βιβλίο του ‘Ο Κόσμος του Χθες’. Οι εθνικοσοσιαλιστές καίνε τα βιβλία του Φρόιντ, του Τόμας Μαν, του Τσβάιχ, στο Βερολίνο, στο Μόναχο και αλλού. Το Νοέμβριο του 1933 διακόπτει τη συνεργασία του με τον εκδοτικό οίκο Insel, αφού ως Εβραίος συγγραφέας είναι πλέον ανεπιθύμητος στο καθεστώς και τα βιβλία του είναι υπό διωγμό, ενώ το 1934 νοιώθει ότι καταδιώκεται πλέον και καταφεύγει στο Λονδίνο με τη δεύτερη σύζυγό του την Λόττε.
Ο εθνικισμός θα σκοτώσει τον Ευρωπαϊκό πολιτισμό για τον οποίο θα έπρεπε να είμαστε περήφανοι, έγραφε στο βιβλίο του ‘Έκκληση προς τους Ευρωπαίους’ και στην αλληλογραφία του με τον Γιόζεφ Ροτ φαίνεται η αγωνία του, η αίσθηση ανασφάλειας πλέον, αφού είναι υπό διωγμό χωρίς σπίτι, χωρίς πατρίδα.
Του γράφει ο Γιόζεφ Ροτ στη μεταξύ τους αλληλογραφία :
- Το τέλος στον πολιτισμένο κόσμο ήρθε’,
- Τα βιβλία σας δεν μπορούν να συνεχίσουν στο Τρίτο Ράιχ. Οι μονάδες εφόδου σπάνε τις βιτρίνες.
- Η εικόνα σας δίνει ως τυπικό παράδειγμα προσώπου της σημιτικής φυλής.
- Δεν καταδιώκουν τους Εβραίους επειδή έχουν διαπράξει ένα έγκλημα, τους καταδιώκουν επειδή είναι Εβραίοι.
- Τα παιδιά είναι εξίσου ένοχα με τους γονείς.
Σε άλλο γράμμα τον Νοέμβριο του 1933 :
- Η Γερμανία είναι νεκρή, Νεκρή για μας. Ας μην τη λογαριάζουμε πια ούτε την αχρειότητα ούτε τη μεγαλοφροσύνη της.
Και σε μία άλλη επιστολή γράφει ο Ροτ :
- Τούτη την κολασμένη ώρα όπου το κτήνος ανέβηκε στο θρόνο και πήρε το χρίσμα, ούτε ο Γκαίτε δεν θα κρατούσε το στόμα του κλειστό.
Το 1936 είναι η χρονιά όπου όλη η κανονικότητα παίρνει τέλος, τα βιβλία του απαγορεύονται στη Γερμανία.
Γράφει ο Τσβάιχ στον Ρολλάν από την Οστάνδη του Βελγίου:
- Τα λόγια μας είναι πιο αδύναμα μπροστά στη βία και αυτό που εμείς ονομάζουμε ελευθερία είναι ακατανόητο για τους σημερινούς νέους.
Και στην Οστάνδη εκείνο το καλοκαίρι του 1936 ενώνονται όλοι οι αυτοεξόριστοι διανοούμενοι και ο Τσβάιχ με τον Ροτ είναι φτιαγμένοι ο ένας για τον άλλον. Δύο άνθρωποι που πέφτοντας καταφέρνουν να βρουν στήριγμα, να κρατηθούν για λίγο έστω, ο ένας από τον άλλον.
Ο Τσβάιχ όπως φαίνεται και στο τελευταίο του βιβλίο, που είναι αυτοβιογραφικό, βίωσε τόσο τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο όσο και την άνοδο του ολοκληρωτισμού ως μία προσωπική τραγωδία.
- Είναι τόσο διαφορετικό το σήμερα από όλα μου τα χθες, οι επιτυχίες και οι συντριβές μου, ώστε έρχονται στιγμές που νοιώθω πως δεν έζησα μονάχα μια ζωή αλλά πολλές και διαφορετικές.
- Γιατί όταν λέω ‘ζωή μου’ πιάνω τον εαυτό μου να διερωτάται ασυναίσθητα, ‘ποια από τις ζωές μου’, εκείνη πριν από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, εκείνη πριν από τον Δεύτερο ή μήπως η τωρινή μου ζωή.
Και αλλού γράφει :
- Παντού είμαι ξένος ή στην ευνοϊκότερη περίπτωση φιλοξενούμενος.
Το 1938 ο ‘Επικίνδυνος Οίκτος’, το μοναδικό του μυθιστόρημα κυκλοφορεί στην Αγγλία με τεράστια επιτυχία, ενώ το 1939 αυτός ο Ευρωπαίος ευγενής στην καρδιά και στα συναισθήματα, εκφωνεί τον επικήδειο του Γιόζεφ Ροτ και του Σίγκμουντ Φρόιντ.
Η Ευρώπη έχει περάσει στα χέρια δολοφόνων, το υπέροχο σπίτι του, η συλλογή του που με τόσο πάθος και αγάπη έχει αποκτήσει, είναι πια μόνο αναμνήσεις που εκτείνουν το χάσμα του τώρα από το χθες και γράφει :
- Δεν έχω πια τόπο, δεν χωράω πουθενά, παντού είμαι ξένος, η Ευρώπη είναι πια χαμένη για μένα, αφού έχει ριχτεί για δεύτερη φορά σε έναν πόλεμο αυτοκαταστροφικό.
Στον Ρομαίν Ρολλάν είχε γράψει μεταξύ άλλων, το 1936 ‘μπορεί να είναι το τελευταίο μου ταξίδι αυτό, ποιος ξέρει;’ Προορισμός ήταν η Αργεντινή τότε. Ήταν καλεσμένος ως εκπρόσωπος της Αυστρίας από τη διεθνή ένωση συγγραφέων. Αποφεύγει όταν τον ρωτούν, να καταδικάσει το καθεστώς του Χίτλερ γιατί όπως εξηγεί αργότερα, το βρίσκει επιπόλαιο, εκ του ασφαλούς, να χρησιμοποιεί πολεμική κριτική και μάλιστα από την άλλη άκρη του πλανήτη. Λέει ‘Είμαστε από τους λίγους που δεν έχουμε να φοβηθούμε για κάτι.’
Ο Τσβάιχ υπήρξε βαθιά καλλιεργημένος, είχε δυνατά συναισθήματα, έντονο ιδεαλισμό και περιπαθή αφοσίωση στην τέχνη του 19ου αιώνα. Γράφει στο βιβλίο του, δύσκολα θα μπορούσε να βρει κανείς στην Ευρώπη μία πόλη όπου ο πόθος για την κουλτούρα να υπήρξε φλογερότερος απ’ ότι στη Βιέννη. Το γεγονός ότι σε μία περίοδο μορφολογικού πειραματισμού δεν πειραματίστηκε, είναι ένας από τους λόγους που μαζί με άλλους στιλιστικά παραδοσιακούς, μοντέρνους, οι κατοπινές γενιές υποτίμησαν την αληθινή του αξία.
Γράφει τη ‘Σκακιστική Νουβέλα’ το 1941 στην Πετρόπολη, έξω από το Ρίο και ολοκληρώνει το ‘Ο Κόσμος του Χθες’ με κεφαλαίο το αρχικό γράμμα της λέξης ‘Χθες’, εκεί όπου πλέον έχει μεταναστεύσει με τη Λόττε.
Το τοπίο είναι μαγευτικό από το μπαλκόνι τους, είναι σχεδόν μυθικό. Όμως δεν είναι το δικό του τοπίο, δεν είναι της Ευρώπης η οποία έχει βυθιστεί στο σκοτάδι. Σε μία κουβέντα που έχει εκεί με ένα φίλο του λέει: ‘Δεν μπορούμε να παραπονεθούμε εμείς’, και αμέσως μετά ‘πώς μπορεί κανείς να το αντέξει αυτό;’
Το Δεκέμβριο του 1941 γίνεται η επίθεση στο Περλ Χάρμπορ. Η απαισιοδοξία του κορυφώνεται, ενώ στις 15 Φεβρουαρίου του 1942, πληροφορείται την πτώση της Σιγκαπούρης. Είναι συγκλονισμένος.
Σημειώνει :
‘Τώρα ο κόσμος της γλώσσας μου σκοτείνιασε για μένα, και η Ευρώπη, ο χώρος των πνευματικών δεσμών μου έχει και αυτή αφανιστεί.’ Στο κατώφλι του θανάτου είναι απόλυτα συγκινητικό ότι γράφει επιστολές, η μία είναι για τη Φρεντερίκε, την πρώτη του γυναίκα, την παραμονή της αποφασιστικής πράξης, όπου με αυτή παίρνει και πάλι τη ‘ζωή του’ στα χέρια του. Της γράφει : ‘να θυμάσαι και τον καλό μας Γιόζεφ Ροτ’.
Η ανεξήγητη για πολλούς αυτοκτονία του αποτελεί μία τελευταία πράξη ελεύθερης βούλησης.
‘Μέσα μου ζει ο πατέρας μου και η κρυφή του περηφάνεια, και σ’ αυτόν χρωστάω αυτό που θεωρώ το μοναδικό ίσως πράγμα που μου ανήκει πραγματικά’.
Το αίσθημα της εσωτερικής ελευθερίας’, έγραφε σε κάποιο σημείο του αυτοβιογραφικού του βιβλίου. Σε σημείωμά του επίσης στις αρχές της Βραζιλίας, αφού ευχαριστεί από καρδιάς τη θαυμάσια αυτή χώρα που του πρόσφερε καταφύγιο, γράφει: ‘η προσωπική ελευθερία είναι το ύψιστο αγαθό του κόσμου ετούτου. Χαιρετώ τους φίλους μου, είθε να δουν ξανά τον ήλιο να ανατέλλει μετά την ατελείωτη τούτη νύχτα.’
Ο Στέφαν Τσβάιχ ήταν λάτρης του Ευρωπαϊκού πολιτισμού. Τον εαυτό του τον θεωρούσε Εβραίο με έναν ασαφή ιστορικό τρόπο. Ο Γκαίτε και ο Μότσαρτ, η Ευρώπη της ελεύθερης σκέψης, το πνεύμα που μάχεται κάθε δογματισμό και φανατισμό, η συνείδηση που υψώνει το παράστημά της και αντιστέκεται στη βία, αυτά ήταν τα πιστεύω του.
Ασχολήθηκε με πολύ διαφορετικά λογοτεχνικά είδη, ποίηση, θέατρο, μεταφράσεις, μυθιστορηματικές βιογραφίες, λογοτεχνικές κριτικές, όμως οι νουβέλες του τον κατέστησαν παγκοσμίως γνωστό.
Τα κείμενά του ‘Έκκληση προς τους Ευρωπαίους’ αντιστοιχούν τόσο στην εποχή μας, ώστε μοιάζουν να έχουν γραφτεί σήμερα, και οι προτάσεις που κάνει ο μεγάλος Ευρωπαίος παραμένουν επίκαιρες, παραμένουν επιτακτικές.
Αυτός ήταν ο Στέφαν Τσβάιχ, πιονέρος της Ευρωπαϊκής ιδέας και για μερικούς ‘η φωνή της Ευρώπης’.
Πηγές και Βοηθήματα για τη Συλλογή Υλικού:
- Ρομαίν Ρολλάν
- Οστάνδη 1936
- Η Σκακιστική νουβέλα
- Επικίνδυνος Οίκτος
- Νίτσε
- Joseph Roth = Stefan Zweig αλληλογραφία
- Ο Κόσμος του Χθες – αναμνήσεις ενός Ευρωπαίου
- Και ντοκιμαντέρ
Ταινίες βασισμένες σε νουβέλες του Τσβάιχ :
- ‘Amok’ – 1934, του Fyodor Otsep
- ‘Letter from an unknown woman’ – 1948, του Max Ophuls
- ‘Beware of Pity’ – 1946 του Maurice Elvey
- ‘A Promise’ – 2013 του Patrice Leconte