‘Η ΕΛΕΝΑ ΞΕΡΕΙ’ – μια άλλη ανάγνωση

‘Ξέρετε την αγαπούσα και μ’ αγαπούσε κι εκείνη.’

Μια μητέρα και η κόρη της επιπλέουν στη θάλασσα των συναισθημάτων, η μία πίσω η άλλη μπροστά, σιωπηλές μέσα στις κουβέντες τους. Κοντά αλλά και μακριά η μία με την άλλη, ζουν στην εγγύτητα αλλά και την απόσταση, την αγάπη αλλά και τη δυσφορία. Φαίνεται να μοιράζονται τα ίδια πράγματα αλλά η κάθε μία τα βιώνει τόσο διαφορετικά. ‘Το ανθρώπινο ον είναι ικανό να είναι μαζί μ’ ένα άλλο ον μόνο όταν αυτό έχει πεθάνει και βρίσκεται αληθινά μέσα του’ λέει ο Τόμας Μπέρνχαρντ στη Διαταραχή.

Κι έτσι η αποκορύφωση ετοιμάζεται μ’ ένα τέμπο που οδηγεί την κόρη, τη Ρίτα, να βυθιστεί φαντασιακά στην ανυπαρξία. Γιατί τη Ρίτα την βρήκαν κρεμασμένη από το καμπαναριό της εκκλησίας και η μητέρα, η Ελένα, ξέρει  ότι ‘δεν αρκεί η θέληση, θα κλάψω μόλις μάθω ποιος την ανάγκασε να καταλήξει όπως κατέληξε εκείνη την ημέρα’,  και να διερωτάται ‘τώρα που δεν έχω κόρη, που πέθανε το παιδί μου, συνεχίζω να είμαι μάνα; Πώς τις λένε αυτές τις γυναίκες; Τώρα που ο θάνατος πήρε όχι μόνο το κορμί της Ρίτας αλλά και τη λέξη που έδινε στην ίδια όνομα; Το μάνα. Άραγε είμαι μητέρα πάτερ;’

Η Ελένα δεν είναι μόνο μια μάνα που ξαφνικά στη ζωή της χάνει το παιδί της και ψάχνει να βρει το πώς και το γιατί, είναι κι ένας άνθρωπος που ζει κι ένα άλλο δράμα. Τα πόδια της θεόκουφα δεν την ακούνε, το χέρι της αρνείται να φορέσει τη ζακέτα, η ίδια προσπαθεί να ξεκολλήσει τη νεκρή της πλάτη από το τσαλακωμένο σεντόνι, παίρνει φόρα τραβώντας τα λουριά για να σύρει τα πόδια της ίσαμε τη λεκάνη της τουαλέτας, το σώμα της δεν της ανήκει πιά. Ο χρόνος της Ελένας μετριέται με την λεβοντόπα, τέσσερα χάπια την ημέρα. Η αρρώστια που απέκτησε την ορίζει, έγινε η δεύτερη κόρη της, τέτοια σχέση έχει πια μ’ αυτή.

‘Η μητέρα μου είχε Πάρκινσον όπως η Ελένα και πέθανε από την αρρώστια αυτή’ λέει η Claudia Pineiro. ‘Καθώς προχωρούσε η αρρώστια, ο κόσμος έπαψε να την κοιτάζει, λες κι αυτό το έκανε από σεβασμό στο πρόσωπό της, για να μην αισθάνεται η ίδια άσχημα.’ Το μυθιστόρημα της Αργεντίνας συγγραφέως ‘Η Ελένα ξέρει’ είναι ένας βαθύς υπαρξιακός στοχασμός πάνω στην ανθρώπινη ευαλωτότητα και τη φθαρτότητα του σώματος – ιδίως του γυναικείου. ‘Στη συγγραφή δουλεύεις με τον πόνο για να τον μεταμορφώσεις’ συνεχίζει η ίδια.

Η Ελένα όμως αγαπάει τη ζωή, θέλει να ζήσει. Παρά τούτο το κορμί που έχει, επιμένει να κινείται, να αναπνέει, να αντιδράει. Ξέρει ότι αγαπούσε, ότι αγαπάει την κόρη της, ακόμα και αν δεν της το έλεγε και δεν τη χάιδευε, ούτε τη φιλούσε – μια μάνα αγαπάει.

Πόσο δύσκολο είναι να έρθεις στην αλήθεια του άλλου; Πόσο η αρρώστια μπορεί να αλλοιώσει τη σχέση μάνας κόρης;

Η Ρίτα η κόρη της, ζει και βιώνει και αυτή τα βάσανα της μάνας της με την αρρώστια αλλά η συνεχής φροντίδα προς αυτή την καταβάλει, τη λιώνει και τη λιώνει άσχημα όχι σαν ένα όμορφο κερί μα σαν ένα κερί γλιτσιασμένο, καχεκτικό, μισολιωμένο, σπασμένο στη μέση, με το φυτίλι του μαύρο. ‘Γενέθλια θέλεις; Ορίστε πάρε σβήσε, φύσα … φύσα….’ Πόσο πόνο μπορεί να αντέξει η Ρίτα;  Η φροντίδα προς τη μητέρα της είναι αυτονόητη αφού έτσι πρέπει να κάνει μια κόρη. Το χρέος μιας κόρης είναι να είναι καλή και δοτική απέναντι στις ανάγκες των γονιών και η Ρίτα κάνει ό,τι μπορεί για να τα καταφέρει κι αυτό τη γεμίζει θλίψη, απόγνωση και θυμό. Μιλάει απότομα στη μητέρα της  ‘εγώ είμαι αυτή που κάθε πρωί έρχομαι στο κρεβάτι σου και βλέπω το πρόσωπό σου χωρίς μασέλα, τα σάλια τα πηχτά  από το ανοιχτό σου στόμα, εγώ παίρνω τις δικές σου μυρωδιές, επειδή έχει ποτίσει το πετσί σου με ό,τι είναι αυτό’, και στο γιατρό που της λέει ότι θα γίνουν πολύ χειρότερα όλα απαντάει ‘κι από μένα γιατρέ τι ζητάτε; Από μένα;’ Σπαρακτικό ακούγεται. ‘Μπορεί κανείς να διαλέξει γιατρέ’. Η Ρίτα στοιβάζει θυμό μέσα της και αφού δεν μπορεί να τον εκφράσει άμεσα τον κλείνει μέσα της και  τον εκφράζει έμμεσα με διάφορους τρόπους (ο τρόπος που πλένει τα χέρια της). Η Ρίτα βράζει από θυμό μέσα της, από θυμό προς τον ίδιο τον εαυτό της, προς την πλευρά της εκείνη που πειθαρχεί σε ένα ρόλο που δεν θέλει. Δεν θέλει και δεν αντέχει να είναι αυτό που της λέει ο γιατρός: ‘Η κόρη που πρέπει να φροντίζει μέχρι τέλους, τι είναι άλλωστε μια κόρη;’

Όμως η ίδια η Ρίτα είναι αυτή που απίστευτα νέα, στα είκοσι της χρόνια έχοντας συντονιστεί από νωρίς με τις προσδοκίες και τις πεποιθήσεις του καθολικού πατέρα της, και έχοντας απορροφήσει την επιρροή και την κυριαρχία του (την γάτα δεν την ακουμπάμε, είναι όλο μικρόβια) καθορίζει τη ζωή μιας ξένης γυναίκας. Σαν να κατευθύνουν οι άνδρες ακόμα και την ψυχή και τη σκέψη των γυναικών ενίοτε και να συναρμολογούν την ψυχική τους διάθεση, ιδιαίτερα στις τρυφερές ηλικίες.  Από τη μια η Ρίτα σαν κόρη που δεν αντέχει την αρρώστια της μάνας της και τον εγκλωβισμό της μέσα σ’ αυτό το σχήμα και από την άλλη η Ρίτα που κυριάρχησε και δημιούργησε τον εγκλωβισμό σε μια άλλη γυναίκα, ξένη σ΄ αυτή. Μια γυναίκα που δεν ήθελε να γίνει μητέρα, δεν το ένοιωθε, μια γυναίκα που ήθελε να αναλάβει την ευθύνη του εαυτού της και να σταθεί έντιμα απέναντι στη δυνατότητα της μητρότητας με μια έκτρωση, μια γυναίκα που διεκδίκησε το δικαίωμα να ορίσει τη δική της ζωή.   Και εκεί λοιπόν η Ρίτα τι έκανε; Πήρε τον έλεγχο μιας ξένης ζωής και κυριάρχησε επάνω της.

‘Γιατί σε νοιάζει τόσο το πώς φαίνομαι Ρίτα;’

‘Το πρόβλημα δεν είναι πώς φαίνεσαι αλλά ποιος σε βλέπει μαμά.’ Και πλέον δεν υπάρχει αμφιβολία, είναι ‘πλας’  που πάει να πει πιο πολύ! Πιο πολύ; Ξέρετε για τι πράγμα μιλάτε γιατρέ;’

Ο γιατρός ανακοινώνει ότι η ασθένεια της Ελένα όχι μόνο δεν θα παραμείνει στα  ίδια επίπεδα αλλά και σαφώς θα επιδεινωθεί και η Ρίτα μπροστά της βλέπει πόσες επιλογές; Τι θα μπορούσε να κάνει; Θα μπορούσε να συνεχίσει στωικά με όσες αντοχές έχει και με αξιοπρέπεια να τη φροντίζει. Το χρέος. Θα μπορούσε βέβαια να κάνει και μια μικρή επανάσταση. Να δηλώσει κάποια στιγμή στον εαυτό της και μετά στη μητέρα της ότι δεν αντέχει άλλο το δόσιμο αυτού του τύπου, ότι δεν είναι δίκαιο γι’ αυτήν, δεν είναι υγιές πιά, δεν μπορεί να προσφέρει άλλο, έχει κουραστεί. ‘‘Θες να με βάλεις στο γηροκομείο;’’  ‘Όχι μαμά’  ‘Άσε με μόνη μου αν θες αλλά σπίτι μου.’’ Στιχομυθίες που είναι σαν να ακούμε τις κραυγές τους να ρέουν ποτάμι που δεν μπορεί να συγκρατηθεί.

Η Ρίτα δεν άκουσε ούτε μία στιγμή τη μητέρα της να λέει ‘Όχι, η Ρίτα δεν μπορεί παραπάνω, δεν γίνεται η κόρη μου να συνεχίσει παραπάνω, ήδη έχει κάνει τόσα πολλά γιατρέ για μένα’, δεν άκουσε κάτι τέτοιο, κάτι τόσο απλό και φροντιστικό από τη μητέρα της προς εκείνη, μια μικρή φροντιστική πρόταση, μια σκέψη από τη μητέρα της, μια έκφραση αποδοχής όπως ‘ναι μου προσφέρεις τόσα πολλά και το εκτιμώ αυτό και σ’ ευχαριστώ πολύ για όλη την αγάπη που μου έχεις προσφέρει Ρίτα’, μια μικρή κουβέντα αγάπης που τόσο έχει ανάγκη να ακούσει, ένα μικρό ευχαριστώ, μια μικρή συναισθηματική εκδοχή της μάνας της που να την ευχαριστεί για ό,τι έχει κάνει γι’ αυτή τόσο καιρό. Δεν ακούει τίποτα μα τίποτα. Δεν είναι φυσικό να θυμώνει με τον εαυτό της, να θυμώνει και με τη μάνα της και με τον εαυτό της γιατί έχει καταντήσει πλέον θύμα της μητέρας της, ένα εξαρτημένο άτομο, εγκλωβισμένο σε μια σχέση όπου το χρέος της φροντίδας παίζει και τον ουσιαστικότερο ρόλο. Η Ρίτα έχει θολώσει, μέσα της γίνεται ένας πόλεμος εσωτερικός. Πώς θα τα βγάλει πέρα; Όχι δεν μπορεί να τα βγάλει πέρα, ούτε να αντέξει παραπάνω αυτό τον τρόπο ζωής. Απλά ξέρει ότι δεν θα αντέξει άλλο το ίδιο μοτίβο ζωής. Ο θυμός της είναι τεράστιος.

Η μάνα της είναι ζωντανή αλλά στην ουσία τι ζωή κάνει; Είναι δυνατός και ανθεκτικός άνθρωπος η Ελένα, αλλά ρουφάει και τη ζωή από τη Ρίτα. Μια ζωή που την παίρνει από τη ζωή της Ρίτας. Η Ρίτα της δίνει ζωή. Και η Ρίτα; Η Ρίτα που ζει πλέον σαν μισοπεθαμένη αφού όλο αυτό την κάνει να νοιώθει ότι πιά η ζωή της δεν έχει αξία. Η δικιά της ζωή έχει κάποια αξία; Μπορεί να είναι κυρίαρχη των επιλογών της για τον εαυτό της;

Πίσω από τον θυμό υπάρχει το άδικο, υπάρχει η έλλειψη νοιαξίματος γι’ αυτή την ίδια. Εκείνη ποιος θα τη φροντίσει; Δεν βλέπει κανένα νοιάξιμο από πουθενά.  Η μάνα της είναι η εξουσία αυτή καθαυτή και η Ρίτα πρέπει να αποδεχθεί τους όρους της. Με τον πιο εμφανή τρόπο επαναστατεί, δηλώνει την άρνησή της να συνεχίσει το παιχνίδι αυτό στη ζωή της.

Αφού την πηγαίνει λοιπόν στο ινστιτούτο ομορφιάς όπου εκεί επαγγελματικά πια την περιποιούνται, δείχνοντάς της έτσι τον τρόπο να βρίσκει φροντίδα, τον τρόπο να είναι περιποιημένη, σε μια πιο αποδεκτή και καλή κατάσταση, ‘ορίστε, υπάρχει ένας τρόπος, μόλις σου τον έδειξα’, η Ρίτα αυτοκτονεί, και μάλιστα επιδεικτικά. Βαθιά πληγωμένη, βαθιά απελπισμένη και θλιμμένη με τη ζωή της, φτάνει σ’ αυτή την πράξη, παίρνει τον έλεγχο της ίδιας της ζωής της στα χέρια της και δίνει το τέλος έτσι όπως η ίδια θα το ορίσει. Αυτοκτονεί ώστε να δηλώσει πια ότι δεν αποδέχεται άλλο αυτή την(‘εξουσία’). Δίνει τέλος στον πόνο της, δίνει τέλος στον εγκλωβισμό της, στον καταναγκασμό, δίνει τέλος στην άρρωστη ψυχικά ζωή της.  Η μητέρα της είναι σωματικά άρρωστη αλλά η Ρίτα γίνεται η ψυχικά άρρωστη αφού σώμα και ψυχή συνδέονται αρκετά και συνομιλούν.’

Η πράξη της αυτοκτονίας εμπεριέχει ένα δριμύ κατηγορώ πέρα από τη θλίψη, τον θυμό και την απογοήτευση. Κατηγορώ απέναντι στον εαυτό της, κατηγορώ προς τα έξω, προς τη μάνα της. Κατηγορώ για την αδιαφορία προς τα δικά της συναισθήματα από τον αποδέκτη της δικής της φροντιστικής συμπεριφοράς, τη μάνα της. Έτσι τιμωρεί τον εαυτό της που δεν μπορεί να αντιμετωπίσει τον εγκλωβισμό διαφορετικά, δεν μπορεί να απεγκλωβιστεί διαφορετικά παρά μόνο με την απόφαση αυτή, να πάρει την ευθύνη του εαυτού της και να πράξει συνειδησιακά πια. Έμμεσα ίσως και άμεσα, τιμωρεί και τη μάνα της, αφού της στερεί αυτό που είχε μέχρι τώρα και δεν έδειξε να το εκτιμάει και να το δει σαν ένα δώρο προς αυτήν. Αυτό το δώρο, η ίδια η Ρίτα, ήταν ένα δώρο για τη μάνα της όσο ζούσε. Τώρα η Ελένα στερείται της Ρίτας, θα στερηθεί δια παντός από τη Ρίτα. Δεν θα την ξαναδεί, δεν θα την ξανανοιώσει, δεν θα έχει πια τίποτα από αυτήν παρά μόνο αναμνήσεις. Θα τη φέρνει στην καρδιά της στο νου της και ίσως η ψυχική σύνδεση μεταξύ τους να δυναμώσει.

Η Ρίτα έδωσε τέλος στη σχέση τους. Η Ρίτα επέλεξε την ελευθερία της, την προσωπική της ελευθερία (κάπου αλλού). Είναι σκληρό για όλους αλλά στη συνείδησή της έκοψε τον ομφάλιο λώρο που την έδενε, με τίμημα την αυτοεκτίμησή της. Η Ρίτα πια δεν θα αναπνέει, η Ελένα δεν θα την ξαναέχει πιά. Μόνο ένα παρελθόν θα είναι για τη μάνα της και ίσως ένας τρόπος για να την κάνει να αφουγκραστεί, να εμβαθύνει, να διαλογιστεί λάθη, που περισσότερο ασυνείδητα έκανε απέναντι στην κόρη της. Δίνεται τώρα η ευκαιρία και στην Ελένα να δει τον εαυτό της μέσα από ένα πιο αληθινό πρίσμα, ο πόνος μας φέρνει πάντα πιο κοντά στην αλήθεια.

Ίσως η Ελένα μάθει τώρα πώς να ζει καλύτερα με τα συναισθήματά της, και πώς να τα εκφράζει καλύτερα. Ίσως η Ελένα έρθει κοντά με το καλύτερο κομμάτι του εαυτού της. Ίσως.

Το βιβλίο της Claudia Pineiro ‘Η Ελένα ξέρει’ με έβαλε σε πολλές σκέψεις. Νομίζω ότι είναι πολύ δυνατό στη γραφή του και επεξεργάζεται τόσο έντονα τη γκάμα των συναισθημάτων και επειδή ο συναισθηματικός δεσμός μεταξύ μητέρας και κόρης – όποιος και να είναι – αφήνει ρίζες με άλλοτε περιπλεγμένα παρακλάδια, άλλοτε αρμονικά να ριζώνουν, με κέντρισε και ήθελα εντελώς προσωπικά να δω και να μεταφέρω στο χαρτί το πώς ένιωσα εγώ.