Σε συμμόρφωση με τις πρόσφατες οδηγίες του Υπουργείου Υγείας περί μη συνάθροισης σε κλειστούς χώρους, έχουν ακυρωθεί οι συναντήσεις της Λέσχης Ανάγνωσης Passe Partout Reading για τους επόμενους μήνες.
Τα βιβλία που διαβάζουμε τον Απρίλιο είναι :
Δέντρα πολλά Δέντρα
της Ρούλας Γεωργακοπούλου
και
Πώς να μιλήσεις για τον πατέρα σου
του Joann Sfar
Οι συγγραφείς αυτών των δύο βιβλίων γράφουν για την προσωπική τους εμπειρία. Γράφουν με αφορμή τον θάνατο του γονιού. Η Ρούλα Γεωργακοπούλου αποχαιρετά μια μητέρα αγαπημένη, ανασυνθέτοντας με χιούμορ και ευαισθησία τη ζωή της. Ο Sfar από την άλλη, πενθεί έναν πατέρα με τον οποίο δεν είχε και τις καλύτερες σχέσεις.
Ολιγοσέλιδα και τα δύο βιβλία, είναι βιβλία πένθους που όμως δεν γίνονται ούτε μια στιγμή μελοδραματικά. Και οι δύο συγγραφείς (σημ. η Ρούλα Γεωργακοπούλου είναι και η μεταφράστρια του βιβλίου του Sfar) προσεγγίζουν το θέμα τους με τη δέουσα σοβαρότητα, συνεπικουρούμενοι από το χιούμορ και την ευαισθησία που διακρίνει και τους δύο.
ΔΕΝΤΡΑ ΠΟΛΛΑ ΔΕΝΤΡΑ
Εκδόσεις : ΠΟΛΙΣ
ISBN: 978-960-435-608-9
Σελίδες: 74
Ανατομία της πιο ουσιαστικής σχέσης της ζωής μας –της σχέσης με τη μητέρα– και ταυτόχρονα ύστατος αποχαιρετισμός, κατάδυση στον αυτό, οικογενειακή ιστορία και ανασύνθεση μιας εποχής, είναι το βιβλίο της Ρούλας Γεωργακοπούλου. Αστείο και τρομερό, συγκινητικό και σκληρό, δεν μιλάει απλώς για τη βιολογική μητέρα, φορέα της επιθυμίας και της απαγόρευσης, αλλά για το «μητρικό», τη βάση, δηλαδή, πάνω στην οποία στηρίζεται το αίσθημα ότι υπάρχουμε, τα όνειρα, οι σκέψεις μας, η δυνατότητά μας για δημιουργία. Ένας κόσμος αινιγματικός, μαγικός, κάποτε απροσπέλαστος, ζωντανεύει με απαράμιλλη χάρη γραφής, ψυχαναλυτική ένταση και σουρεαλιστική φαντασία.
ΡΟΥΛΑ ΓΕΩΡΓΑΚΟΠΟΥΛΟΥ
Η Ρούλα Γεωργακοπούλου γεννήθηκε στην Καλαμάτα το 1955. Σπούδασε Γαλλική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και εργάστηκε για δέκα χρόνια σε σχολεία της περιφέρειας. Στη συνέχεια ασχολήθηκε επαγγελματικά με τη δημοσιογραφία, στα περιοδικά «Ένα», «Ταχυδρόμος», «Marie Claire» και στις εφημερίδες «Το Ποντίκι», «Το Βήμα» και «Τα Νέα». Σήμερα αρθρογραφεί στην «Athens Voice» και στα «Νέα» και συνεργάζεται με την επιθεώρηση «The Books’ Journal». Σε αθηναϊκές σκηνές έχουν ανεβεί ώς σήμερα τα θεατρικά της έργα: «Διανυκτερεύον», 1984, «Προσπερίνα», 1989, «Φανερωμένη», 1989, «Τα δροσερά σου υπόγεια», 1992 και «Οδός Πολυδούρη», 2012. Το τελευταίο μεταφράστηκε και εκδόθηκε στα γαλλικά από τον Μισέλ Βόλκοβιτς με τίτλο «Ne m’envoyez pas des fleurs» (εκδ. Le Miel des Anges, 2018). Στην Ελλάδα έχουν εκδοθεί η συλλογή χρονογραφημάτων της «Γυναίκα μετρίου αναστήματος» (εκδ. Πατάκη, 2013), δύο θεατρικά της έργα σε ενιαία έκδοση με τίτλο «Καρφίτσες στα γόνατα» (εκδ. Το Ροδακιό, 2015) και το «Δέντρα, πολλά δέντρα», η πρώτη της πεζογραφική απόπειρα (εκδ. Πόλις, 2018). Έχει μεταφράσει από τα γαλλικά βιβλία πεζογραφίας των Patrick Modiano, Leila Slimani, Joann Sfar, κ.ά.
ΠΩΣ ΝΑ ΜΙΛΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ ΣΟΥ
Εκδόσεις : ΠΟΛΙΣ
ISBN: 978-960-435-592-1
Σελίδες: 160
Μετάφραση : Ρούλα Γεωργακοπούλου
Όταν ο πατέρας του διάσημου συγγραφέα κόμικς Ζοάν Σφαρ πεθαίνει, ο γιος, που δεν είχε και τις καλύτερες σχέσεις μαζί του, πιάνει την πένα και γράφει ένα βιβλίο πολύ προσωπικό, συγκινητικό, δηκτικό και τρυφερό συνάμα. Με γέλια και με δάκρυα.
JOANN SFAR – ΖΟΑΝ ΣΦΑΡ
Ο Ζοάν Σφαρ γεννήθηκε στη Νίκαια της Γαλλίας το 1971. Σπούδασε φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο της Νίκαιας και στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών του Παρισιού. Είναι ένας από τους σημαντικότερους γάλλους συγγραφείς κόμικς, με γνωστότερο έργο του τη σειρά «Le Chat du rabbin», ενώ παράλληλα έχει ασχοληθεί με τη σκηνοθεσία, το σενάριο και το μυθιστόρημα.
Το «Πώς να μιλήσεις για τον πατέρα σου;» ήταν στην τελική λίστα υποψηφιοτήτων για το βραβείο Prix de Flore και υποψήφιο για το λογοτεχνικό βραβείο της εφημερίδας «Le Monde».
Βιβλίο που απαιτεί την προσοχή μας. Η αφηγήτρια ξεκινά με τον θάνατο της μητέρας της. Ξεκινά από το τέλος της σχέσης που καθόρισε την ζωή της και με πλάνα που εναλλάσσονται στην παιδική, εφηβική και ενήλικη ζωή της, ιχνηλατεί την σχέση της με την οικογένεια της: «Τα παιδιά καθορίζονται σε μεγάλο βαθμό από τα αδέλφια τους. Ορισμένα παιδιά, τουλάχιστον.» Εκείνη είναι ένα από αυτά τα παιδιά: η «πρωτότοκη».
Κυρίαρχο στοιχείο η σχέση της με την μητέρα της. Της σχέσης που δεν χάρηκε αφού πριν ακόμα γίνει δύο ετών, έγινε «κοτζάμ κοπέλα» και μοιράστηκε την ευθύνη της ανατροφής των αδελφών της: “Όταν είχαμε τα παιδιά μωρά…”. Μεγαλώνοντας, τα γεμάτα περηφάνια λόγια της μητέρα της ότι ήταν «το πιο έξυπνο παιδί του κόσμου», γίνονται βαρίδι «Τι θα πω στην μαμά αν πάθεις τίποτα, μου λες; ΜΟΥ ΛΕΣ; Κάποιος να με βοηθήσει, κάποιος να με βοηθήσει…». Η αφηγήτρια εξελίσσεται σε μία εγκλωβισμένη έφηβη που αναπτύσσει διαταραχή διατροφής. Γίνεται ένας άνθρωπος εύθραυστος, με άρνηση, μόνο και μόνο για να προκαλέσει την προσοχή της μητέρα της.
Η προσωπική της αναζήτηση περνά μέσα από την λογοτεχνία (αγαπημένη λογική της μαμάς της) αλλά και μέσα από την ιατρική (αγαπημένη λογική του μπαμπά της). Να ήταν άραγε η ανάγκη να ανακαλύψει την αλήθεια μέσα από την τέχνη για να αντέξει την ψυχοθεραπευτική αλήθεια ή η δική της επιδίωξη να ευχαριστεί και τους δύο γονείς της; Σε κάθε περίπτωση, σήμερα επιτρέπει στον εαυτό της να ορίσει τα «γιατί» και να απαντήσει στο «πως».
«Μαμά, με θέλεις για μαμά σου;» Μέρος της ζωής η περίοδος που η ρόλοι αλλάζουν και το παιδί φροντίζει τον γονιό του, μα πόση δύναμη απαιτείται όταν το παιδί-ενήλικας διακρίνει την φθορά της μητέρας του: «Τι σχέση έχει αυτό το κουβαράκι με την μαμά; Την μανούλα μου;»
Επίσης αληθινό ότι την περίοδο που η μητέρα της ζει την απώλεια της συνειδητότητας της λόγω της άνοιας, η αφηγήτρια έχει καταφέρει επιτέλους να αποκτήσει την δική της συνειδητότητα. Η μητέρα της είναι μελλοθάνατη και εκείνη όχι μόνο δεν την αποφεύγει, αντιθέτως αποζητά την σύνδεση, πριν επέλθει η απόλυτη απομάκρυνση, ο θάνατος και το σημείο που δεν υπάρχουν πλέον άλλες δυνατότητες.
Ως πρωτότοκη, κέρδισε τα «πρωτοτόκια». Αυτά ήταν βάρη και κενές προσδοκίες, μα και το δικαίωμα να κλείσει τα μάτια «της μαμάς, της μανούλας» της. Διεκδικεί επιτέλους τα προνόμια της. Στο τέλος, την στιγμή που το παιδί γίνεται η μαμά της μαμάς του, μένει μόνο να γραφτεί ένα κεφαλαίο «Χι» σε όλα! Η αφηγήτρια συμπληρώνει το δικό της σκέλος στο «Χι» και με αυτό είναι σαν να της λέει: «Αντίο μαμά, συγγνώμη….και ας μην στο είπα καταπρόσωπο!»
Μου αρέσει!Αρέσει σε 3 άτομα
«Πως να μιλήσεις για τον πατέρα σου;»
«ενώπιος ενωπίω» είναι η φράση που ήρθε στο μυαλό μου ολοκληρώνοντας το δεύτερο βιβλίο του Απριλίου. Ο Ζοάν αντιμέτωπος με τις οικογενειακές σχέσεις και κυρίως αυτή με τον πατέρα του, γράφει με στόχο να σπάσει τον καταστρεπτικό δεσμό με το παρελθόν του και να λυτρωθεί: «Γράφω αυτό το βιβλίο για να μην έχω μέσα μου θυμό για κανέναν». Γράφει όμως και για να συγχωρήσει: «τον άνθρωπο [εννοεί τον παππού του] που σου λέει την αλήθεια τον αγαπάς παντοτινά, μετά τον θάνατο του. Και εκείνον που από αγάπη σου κρύβει ένα κομμάτι του κόσμου, τον μπαμπά θέλω να πω, τον αγαπάς επίσης, αλλά σου παίρνει σαράντα χρόνια για να καταλάβεις πόσο φοβόταν και πόσο ήταν αυτός που έτρεμε τις λέξεις»]. Γράφει απλά γιατί είναι πια η κατάλληλη στιγμή «Αφού ο μπαμπάς δεν φταίει σε τίποτα, αφού ο μπαμπάς έκανε ό,τι μπορούσε κι ο Θεός δεν υπάρχει».
Η απώλεια της μητέρας του θα είχε μικρότερο αντίκτυπο στην ζωή του αν δεν είχαν υπάρξει «τα ψέματα των μεγάλων» που δημιούργησαν ένα αναπτυξιακό έλλειμμα με σημαντικές επιπτώσεις στην ζωή του «Δεν πρόκειται για κατασκευασμένες αναμνήσεις, αισθάνομαι στ’ αλήθεια ότι είμαι το ίδιο πρόσωπο με τότε που ήμουν παιδί. Θυμάμαι τα πάντα». Ως παιδί διαισθάνεται τα όσα γίνονται για το λεγόμενο «καλό του» σε έναν κόσμο που τον μπερδεύει [«Δεν υπήρξα πιστός, Πωλ, γιατί είχα την αίσθηση ότι η γλώσσα ήταν για να λέμε ψέματα. Για να σε προστατεύσουν, σου λένε αυτά που θέλεις ν’ ακούσεις και που σε κάνουν να νιώσεις καλύτερα. Εγώ ποτέ δεν ζήτησα να μου κρύψουν τίποτα»] και ως ενήλικας πια καταλήγει «Δεν πρέπει να λέμε εν γνώσει μας ψέματα στα παιδιά μας. Αλλιώς, όλη τους τη ζωή θα λένε κι αυτά ψέματα».
‘Όπως είναι φυσικό μεγαλώνοντας έχει ενοχές, καταναγκάζεται από εγκλωβισμένα συναισθήματα [«Σίγουρα δεν συνέβη εξαιτίας μου αλλά, αν δεν υπήρχα, ο θάνατος της θα είχε εκτυλιχτεί με πιο φυσιολογικό τρόπο»], εξιδανικεύει [«…«Ήξερα ότι ήταν σημαντικό για τον πατέρα μου..»] και αισθάνεται την ανάγκη να προστατεύει τον πατέρα του [«Η αγκαλιά μου ήταν μικρή. Δεν καταλάβαινα ότι ήθελες να σε καθησυχάσω για ότι θα συνέβαινε παρακάτω»]. Απολύτως κατανοητό ότι αποζητά την σιγουριά μίας σχέσης σε έναν ρευστό κόσμο που ναι μεν «..έχεις την τύχη να μάθεις πριν από τους άλλους ότι είσαι θνητός, Ζήσε την κάθε μέρα..» αλλά που σε κάνει «..να φοβάσαι το μέλλον και να χάνεις την στιγμή». Αυτή τη σιγουριά βρίσκει από νωρίς και για πολλά χρόνια στην πρώτη σύζυγο μέχρι την στιγμή που θα αισθανθεί την «επιθυμία για ελευθερία».
Διακρίνει την ειρωνεία και διερωτάται πως άραγε «..να επιβιώσεις του γεννήτορός σου και να αντιληφθείς, με φρίκη καμιά φορά, ότι του μοιάζεις». Πως να μιλήσει για τον γονιό που έπαιξε σημαντικό ρόλο στην ζωή του αφού «Ήσουν και οι δύο μου γονείς». Η καλύτερη στιγμή όταν ο άνθρωπος αυτός έχει πια πεθάνει και οι αλήθειες μπορούν να ειπωθούν χωρίς φόβο και πάθος.
Εκφράζει επιτέλους την αγανάκτηση που αισθάνεται γιατί «όλη μου τη ζωή με κόβουν».
Μέσα από αυτό το βιβλίο, κανείς δεν τον έκοψε και εκφράστηκε η δική του αλήθεια, μέσα από τα δικά του μάτια.
Θέλησε να διαχωρίσει «Τι είναι κοινότοπο μέσα μου και τι σημάδι ενός ξεχωριστού πεπρωμένου».
Βρήκε τον τρόπο και τίμησε αυτόν τον σημαντικό άνθρωπο της ζωής του «Μπαμπά, θα’ να καλό για την σωτηρία της ψυχής σου, να γράψω ένα βιβλίο για σένα» εκφράζοντας το αρκετές φορές με γλυκόπικρο χιούμορ «Ευχαριστώ μπαμπά που άφησες έναν χώρο απάτητο, μέσα στον οποίο προσπαθώ ακόμα και σήμερα να μεγαλώσω.»
Στα τελευταία κεφάλαια ξεχώρισα την απαρίθμηση σε γλυκές αναμνήσεις και την ανάγκη του να διευκρινίσει ότι «Δεν γράφω για να θυμόμαστε την επιθανάτια αγωνία. Θέλω να απαλλαγώ απ’ αυτήν» και αυτό επέρχεται μέσα από το «παράξενο προνόμιο» που του επιφυλάσσει η ζωή, να πεθάνει ο πατέρας του στα χέρια του. Το «παράξενο προνόμιο» ή «τα πρωτοτόκια» όπως αναφέρονται στο βιβλίο «Δέντρα πολλά δέντρα» έχει ασήκωτο βάρος όταν το βιώνεις, μέχρι όμως αυτό να δώσει την θέση του σε «εξαγνισμένες» αναμνήσεις ζωής με τον άνθρωπο που αγάπησες τόσο. Μετά γίνεται πολύτιμος θησαυρός!
Μου αρέσει!Αρέσει σε 2 άτομα
Η Ρούλα Γεωργακοπούλου, με τον ιδιαίτερο τρόπο της και με πολύ χιούμορ, αφηγείται τα παιδικά, τα εφηβικά αλλά και τα ενήλικα χρόνια της, σε σχέση με την μητέρα της και εμείς σαν αποδέκτες της αφήγησης, πολύ εύκολα κατανοούμε την ιδιόμορφη σχέση της συγγραφέως με την μητέρα της.
Η μητέρα υπήρξε κοκκέτα, εχέμυθη, λάτρευε την λογοτεχνία και τα Αγγλικά, ήταν πολύ αγαπητή στους γείτονες και πιθανόν και η ίδια να αγαπούσε τα κορίτσια της γειτονιάς, «παρότι ήταν λαικά». Αποτελούσε πρότυπο για τη συγγραφέα, «συνήθως οι γυναίκες παντρεύονται τον πατέρα τους, εσείς παντευτήκατε την μητέρα σας» της είχε πει ο ψυχοθεραπευτής. Όλες οι προσπάθειες της μητέρας να γίνει και η αφηγήτρια όμορφη και κομψή, έπεσαν στο κενό, αφού όλη η ομορφιά μάλλον πήγε στις δίδυμες αδερφές της. Εκείνη έγινε τελικά «το πιο έξυπνο παιδί του κόσμου».
Η συγγραφέας πάντα θεωρούσε ότι οι αδερφές της μεγάλωσαν και δεν έγιναν ξεχωριστές προσωπικότητες «απρόσεκτη όπως ήταν η μαμά τις πήρε και τις φύτεψε στην ίδια γλάστρα, χωρίς να σκεφτεί το ενδεχόμενο να μπλεχτούν οι ρίζες τους και να πάθουν ασφυξία τα κλαριά τους».Είναι δε χαρακτηριστικό, ότι η συγγραφέας δεν αναφέρει πουθενά τα ονόματα των αδερφών της. Η μία αναφέρεται σαν αυτή που έγινε γιατρός και η άλλη σαν αυτή που δεν έγινε!! Είναι σαν να μην τις θεωρεί μέλη της οικογένειας, σαν να τις θέλει έξω από την βαθιά σχέση της με την μητέρα και τον πατέρα, αυτή την «περιπεπλεγμένη σχέση» όπως η ίδια ονομάζει.,
Βέβαια ο τίτλος του πιο «έξυπνου παιδιού του κόσμου», έκανε την αφηγήτρια να αποκτήσει μεγάλη ευθύνη, αφού ήταν αυτή που έικοσι τριών μόλις μηνών, ξεχώριζε τα δίδυμα και βοηθούσε την μητέρα να τα θηλάσει!! ακόμα αναρωτιέται καμιά φορά εάν τα ξεχώριζε όπως έπρεπε ή άφηνε κανένα πεινασμένο!!
Η ιδιόμορφη αυτή σχέση με την μητέρα της όμως, καθώς και η ανωριμότητα της μητέρας, την οδήγησε στην νευρική ανορεξία και σε ψυχολογικά προβλήματα. Η μητέρα της είχε πει ότι ο ψυχοθεραπευτής έκανε γι αυτήν, περισσότερα από ότι είχαν κάνει οι γονείς της.»Θεέ μου τι έχει μέσα του το παιδί μου», λόγια του πατέρα που θα μπορούσε να είναι της μητέρας.
Στο τέλος της ζωής της μητέρας της αποφάσισε να την υιοθετήσει, «μαμά με θέλεις για μαμά σου;».
«Η μαμά μου συναίνεσε να πεθάνει όποτε της πω εγώ» και ευτυχώς, όταν η μητέρα έφυγε, η συγγραφέας ήταν έτοιμη να την αφήσει να φύγει!!
Δέντρα, πολλά δέντρα, άραγε σημαίνει πολλά πολλά φιλιά, ή εννοεί τις γενιές που περνούν;
Μου αρέσει!Αρέσει σε 1 άτομο