ΒΑΝΑΥΣΗ ΑΓΑΠΗ

στις

«Η μητέρα μου πνίγηκε τη νύχτα της 23ης Μαΐου, την ημέρα των γενεθλίων μου, στη θαλάσσια περιοχή απέναντι από εκείνο το μέρος που όλοι αποκαλούν Σπακκαβέντο, λίγα χιλιόμετρα από το Μιντούρνο. Σ’ αυτήν ακριβώς την περιοχή, στα τέλη της δεκαετίας του ’50, όταν ο πατέρας μου ζούσε ακόμη μαζί μας, τα καλοκαίρια νοικιάζαμε ένα δωμάτιο σ’ ένα αγροτόσπιτο και περνούσαμε τον Ιούλιο εκεί, πέντε άτομα που κοιμούνταν μέσα σε λίγα πυρωμένα τετραγωνικά. Κάθε πρωί, εμείς τα κορίτσια τρώγαμε αυγό ρουφηχτό και τραβούσαμε για τη θάλασσα, ανάμεσα από ψηλές καλαμιές, διασχίζοντας χωμάτινα και αμμουδερά μονοπάτια για να πάμε για μπάνιο. Τη νύχτα που πέθανε η μητέρα μου, η σπιτονοικοκυρά, που την έλεγαν Ρόζα και είχε πια πατήσει τα εβδομήντα, άκουσε κάποιον να χτυπάει την πόρτα αλλά δεν άνοιξε, από φόβο μήπως ήταν κλέφτης ή δολοφόνος.»

«Η βάναυση αγάπη» είναι το πρώτο βιβλίο της με το ψευδώνυμο Έλενα Φερράντε, άγνωστης στην πραγματικότητα, Ιταλίδας συγγραφέα με πιθανή καταγωγή από τη Νάπολη, με το οποίο εμφανίστηκε στα ιταλικά γράμματα το 1992. Είναι η συγγραφέας της περίφημης τετραλογίας της Νάπολης αλλά και των βιβλίων «Η χαμένη κόρη» και «Μέρες εγκατάλειψης».

Στην πραγματικότητα «Η βάναυση αγάπη» όχι μόνο δεν έχει να ζηλέψει κάτι από τα επόμενα βιβλία της αλλά κατά τη γνώμη μου δείχνει ωριμότερο από τα μεταγενέστερα. Τόσο η δημιουργία και η εξέλιξη του μύθου όσο και ο τρόπος έκφρασης και οι τεχνικές παραπέμπουν σε χαρισματικό αλλά εξαιρετικά έμπειρο συγγραφέα.

Παράλληλα η επιλογή του τίτλου τόσο στα ιταλικά (ενοχλητική αγάπη) όσο και η πολύ πετυχημένη μετάφρασή του στα ελληνικά (βάναυση αγάπη) η οποία και στις δυο περιπτώσεις χρησιμοποιεί λέξεις απόλυτα αντιφατικές μεταξύ τους συνδέοντας θετικά και αρνητικά συναισθήματα αποκαλύπτουν συγγραφέα με βαθιά κατανόηση των λέξεων και της σημασίας τους.

Η Ντέλια, κόρη της εκλιπούσας Αμάλια επιστρέφει στη γενέθλια Νάπολη για να παρευρεθεί στην κηδεία της μητέρας της η οποία πνίγηκε στη θάλασσα ανήμερα στα γενέθλιά της. Η Ντέλια είναι η πρώτη από τα τρία κορίτσια της οικογένειας. Η ίδια ζει σε άλλη πόλη και βιοπορίζεται σχεδιάζοντας κόμικς. Μετά το τέλος της κηδείας οι αδελφές της με τις οικογένειές τους θα επιστρέψουν στα σπίτια τους και την κανονικότητά τους ενώ η ίδια θα παραμείνει στη Νάπολη. Έχει να διεκπεραιώσει τα γραφειοκρατικά θέματα μετά το θάνατο αλλά παράλληλα να αναζητήσει την αλήθεια σχετικά με το μυστηριώδη πνιγμό της μητέρας της, καθώς δε γνωρίζει αν οφείλεται σε αυτοκτονία ή δολοφονία, αναζήτηση η οποία θα την οδηγήσει και σε μια προσωπική αναζήτηση του εαυτού της και της ταραγμένης σχέσης με τη μητέρα της. Στο πλαίσιο αυτό περιπλανώμενη σε μια πόλη που τη νιώθει ξένη, μ’ ένα τοπικό ιδίωμα να κυριαρχεί, και συντροφιά με τον ανάπηρο αδελφό της μητέρας της θα ψάξει τον πατέρα της τον οποίο έχει καιρό να δει καθώς τον είχε εγκαταλείψει η μητέρα της πριν είκοσι χρόνια. Ανέχεται την ενοχλητική Ναπολιτάνα γειτόνισσα στην προσπάθειά της να ανακαλύψει και να εμβαθύνει στην άλλη, όπως ανακαλύπτει, σημαντική σχέση της μητέρας της με τον Καζέρτα, που εκτός από φιλική δείχνει ότι ήταν κι ερωτική.

vanafsi_agapi

Αυτές οι προσπάθειες αναζήτησης γεμίζουν τη Ντέλια με αναμνήσεις επώδυνες τις περισσότερες φορές, καθώς θυμάται τις διαταραγμένες σχέσεις των γονιών της, τη βία που ασκούσε ο πατέρας της στη μητέρα της, τις παιδικές και αρκετές φορές αντιφατικές μνήμες που έχει από εκείνη. Συνειδητοποιεί ότι τόσο ο θάνατος όσο και η ζωή της μητέρας της περιβάλλεται από μυστήριο.

«Στους ήχους που με δυσκολία άρθρωνα υπήρχε ο απόηχος των βίαιων καυγάδων ανάμεσα στην Αμάλια και τον πατέρα μου, ανάμεσα στον πατέρα μου και τους συγγενείς εκείνης, ανάμεσα σ’ εκείνη και τους συγγενείς του πατέρα μου».

Κινούμενη στο χώρο όπου έζησε η μητέρα της τα τελευταία χρόνια της ζωής της προσπαθεί να τη γνωρίσει, να την κατανοήσει και ταυτόχρονα να αποδεχθεί τα αντικρουόμενα συναισθήματα που της δημιουργούνται. Πόσο αληθινό και ανθρώπινο αυτό! Πόσο ρεαλιστική και γενναία είναι τόσο η Ντέλια όσο και η συγγραφέας που τη δημιουργεί.

Με σύμμαχο την παιδική μνήμη, την απόσταση από τα γεγονότα και τις αλλοιώσεις που έχουν δημιουργήσει η μνήμη και ο ενήλικας εαυτός της, η Ντέλια προσπαθεί να συμφιλιωθεί με το παρελθόν. Πόσο δύσκολο είναι αυτό στην πραγματικότητα καθώς ο χρόνος βάζει τόσα εμπόδια όταν αναλύουμε την παιδική μας ηλικία με το μάτι και τη μνήμη του ενήλικα.

Η αφήγηση της Φερράντε είναι πρωτοπρόσωπη, καθαρή, ειλικρινής, διεγερτική και βοηθά τον αναγνώστη να ανασύρει τις δικές του μνήμες και τα δικά του βιώματα σ’ αυτό το ταξίδι της Ντέλια στο χρόνο. Ταυτόχρονα όμως δεν τον εγκλωβίζει, αν και δημιουργεί ένα κλειστοφοβικό περιβάλλον, επιτρέποντάς του να επιλέξει ο ίδιος το μέγεθος της αντίφασης των προσωπικών του συναισθημάτων απέναντι στη μητέρα του και το δικό του βαθμό αποδοχής τους. Βοηθός στο όλο εγχείρημα είναι ο χαρισματικός τρόπος γραφής της Φερράντε ο οποίος αιχμαλωτίζει τον αναγνώστη ή την αναγνώστρια σε μια σκληρή και δύσκολη πραγματικότητα από την οποία δε θέλει να ξεφύγει.

Το βιβλίο είναι πολυεπίπεδο όπως και τα υπόλοιπα βιβλία της που έχω διαβάσει. Καμβάς και συνδετικός κρίκος παραμένει η πόλη της Νάπολης, οι ομορφιές και οι ασχήμιες της, οι κάπως άξεστοι κάποιες φορές κάτοικοί της, η τοπική διάλεκτος.

Η Φερράντε είναι  σταθερά προσηλωμένη και κάποιες φορές εμμονική στα θέματα που την ενδιαφέρουν. Η θέση της  γυναίκας στην πατριαρχική κοινωνία της Νάπολης πριν σαράντα – πενήντα χρόνια, η ενδοοικογενειακή βία, η δυνατότητα επιλογών που είχαν οι γυναίκες, η σχέση γυναίκας με άλλη γυναίκα εστιάζοντας περισσότερο σε κάτι που την απασχολεί βαθιά, τη σχέση μητέρας – κόρης, η αντίφαση των συναισθημάτων που κάποιες φορές διαπερνά εξ’ ορισμού σχέσεις αγάπης ώστε αυτές να καταλήγουν σχέσεις βάναυσης αγάπης. Θέματα που πονάνε. Κάτι που δε λειτούργησε σωστά στην παιδική ηλικία. Όπως στην περίπτωση της Ντέλια. Το βιβλίο είναι ολιγοπρόσωπο και με απλή πλοκή καθώς η διαδρομή της ηρωίδας είναι κυρίως εσωτερική.

Με αφορμή την οριακή στιγμή του θανάτου της μητέρας η κόρη αναδομεί όλη τη ζωή της και προσπαθεί να συνειδητοποιήσει το αμετάκλητο της απουσίας και το οριστικό της ενηλικίωσης. Με απαράμιλλη τεχνική η Φερράντε ακροβατώντας μεταξύ ωμής πραγματικότητας και ανήσυχου ύπνου δημιουργεί μια στενάχωρη ιστορία, μεταφέρει τα μηνύματα που την ενδιαφέρουν και επιτρέπει στον αναγνώστη ή καλύτερα την αναγνώστρια να αποφασίσει το μέγεθος και το βάθος της δικής του αλήθειας για τη σχέση του/ της με τη μητέρα.

«Ανέκαθεν το ήξερα. Όποτε σκεφτόμουν την Αμάλια, υπήρχε μια γραμμή που μου ήταν αδύνατον να διαβώ. Ίσως να βρισκόμουν εκεί για να καταφέρω να τη διασχίσω.»

Η «Βάναυση αγάπη» είναι κατά τη γνώμη μου το πιο εσωτερικό μυθιστόρημα της Φερράντε και το πιο αγαπημένο μου από τα βιβλία της που έχω διαβάσει.

Το βιβλίο (επανα)κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ σε εξαιρετικά εμπνευσμένη μετάφραση της Δήμητρας Δότση.

Εκδόσεις: ΠΑΤΑΚΗΣ

3 Σχόλια Προσθέστε το δικό σας

  1. Ο/Η Morgana λέει:

    Ίσως μού θυμίζει κάτι από τήν ζωή μου, μέ πρώτη ευκαιρία θά τό βρώ τό βιβλίο

    Αρέσει σε 1 άτομο

  2. Ο/Η Morgana λέει:

    Reblogged this on tvassila.

    Μου αρέσει!

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.