Το θέμα της μνήμης όπως και αυτό της αυταπάτης των χαρακτήρων του απέναντι στην σύνδεσή τους με τον κόσμο είναι τα επαναλαμβανόμενα μοτίβα στα έργα του Καζούο Ισιγκούρο. Όπως και στα υπόλοιπα έργα του έτσι και σ’ αυτό το πρώτο του μυθιστόρημα ‘Αχνή θέα των λόφων’ γραμμένο το 1982, ο αναγνώστης πρέπει να δουλέψει στο μυαλό του την ιστορία και να ξετυλίξει το περίτεχνο κουβάρι της αφήγησης, για να ανακαλύψει όσα υπονοεί ο βραβευμένος με Νόμπελ συγγραφέας.
Ο κύριος χαρακτήρας της ιστορίας είναι η Ετσούκο, μια μεσήλικη γιαπωνέζα που ζει στη σύγχρονη Αγγλία και προσπαθεί να συνέλθει από τον πρόσφατο θάνατο της Κέικο, της πρωτότοκης κόρης της – από τον πρώτο γάμο της με έναν Ιάπωνα – , η οποία αυτοκτόνησε πρόσφατα, χωρίς προφανή λόγο. Η δεύτερη κόρη της Ετσούκο, η Νίκι έχει έρθει να την επισκεφθεί και παρόλο που και οι δύο αισθάνονται ότι στο σπίτι πλανάται το φάντασμα της Κέικο, εντούτοις δεν καταφέρνουν να μιλήσουν ανοιχτά για το θέμα που τις απασχολεί.
Ενώ όμως η Ετσούκο, φαινομενικά, αποφεύγει να μιλήσει για το θέμα που την ταλαιπωρεί, ανακαλεί τα γεγονότα ενός μεταπολεμικού καλοκαιριού στο Ναγκασάκι όταν γνώρισε τη Σατσίκο και την κόρη της Μαρίκο.
‘Τα χειρότερα είχαν περάσει. Οι Αμερικανοί στρατιώτες ήταν περισσότεροι από ποτέ – καθώς γινόταν πόλεμος στην Κορέα -, αλλά στο Ναγκασάκι, μετά από όσα είχαν προηγηθεί, επικρατούσε ηρεμία και ανακούφιση. Στον κόσμο κυριαρχούσε μια αίσθηση αλλαγής.
Ο σύζυγός μου κι εγώ ζούσαμε σε μια περιοχή ανατολικά της πόλης – μια σύντομη διαδρομή με το τραμ από το κέντρο. Υπήρχε ένα ποτάμι κοντά στο σπίτι μας, και κάποτε μου είπαν πως, πριν από τον πόλεμο, ένα μικρό χωριό είχε ξεφυτρώσει στις όχθες του. Αφότου, όμως, έπεσε η βόμβα, το μόνο που είχε απομείνει ήταν καρβουνιασμένα ερείπια. Η ανοικοδόμηση είχε αρχίσει, και μέσα σε μικρό διάστημα τέσσερα τσιμεντένια κτίρια είχαν ανορθωθεί, με το καθένα από αυτά να έχει περίπου σαράντα ξεχωριστά διαμερίσματα. […] Μια ξύλινη αγροικία είχε επιζήσει τόσο από την καταστροφή του πολέμου, όσο και από τις μπουλντόζες της κυβέρνησης. Την έβλεπα από το παράθυρό μας, να στέκεται μόνη στην άκρη εκείνου του ερημότοπου, κυριολεκτικά στην όχθη του ποταμού. Ήταν το είδος της αγροικίας που συναντούσες συχνά στην ύπαιθρο, με μια κεραμοσκεπή που έφτανε σχεδόν μέχρι το χώμα. Συχνά, κατά τη διάρκεια των άδειων ωρών μου, στεκόμουν στο παράθυρό μου και την κοίταζα.’
Η Σατσίκο, μια νέα γυναίκα που καταγόταν από κάποια διακεκριμένη οικογένεια της Ιαπωνίας, είχε χάσει τον σύζυγό της στον πόλεμο και ζούσε με την κόρη της σε μια παράγκα κοντά στο σπίτι της Ετσούκο. Ζούσε με το όνειρο ότι σύντομα θα έφευγε από την Ιαπωνία με τον αμερικάνο εραστή της και συχνά παραμελούσε την κόρη της αφήνοντάς τη να περιπλανιέται μόνη της στο δάσος. Η Μαρίκο, που επιπλέον δεν πήγαινε στο σχολείο, ήταν ένα παιδί ψυχικά τραυματισμένο από όσα έζησε κατά τη διάρκεια του πολέμου στο Τόκιο και αναφερόταν συχνά σε μια γυναίκα που ήθελε να την πάρει μαζί της στο δάσος. Η Σατσίκο που εμφανίζεται σαν αδιάφορη και εγωκεντρική μητέρα, ισχυριζόταν ότι όλα αυτά ήταν αποκυήματα της φαντασίας της μικρής. Η Μαρίκο αποτραβηγμένη και παράξενη, φαινόταν να βρίσκει χαρά μόνο στα γατάκια της και την περιστασιακή προσοχή που της έδινε η μητέρα της.
Η Ετσούκο στη ανάμνησή της παρουσιάζει τον παλαιότερο εαυτό της ως μια παραδοσιακή και υπάκουη σύζυγο, που φροντίζει το σπίτι της διακριτικά και δεν παίρνει θέση ούτε όταν ο σύζυγός της συμπεριφέρεται με ασέβεια στον πατέρα του. Είναι μια γυναίκα του παλιού καιρού που ψηφίζει ό,τι αποφασίζει ο σύζυγός της, καθαρίζει στωικά το χαλί που λέρωσε εκείνος μέσα στα νεύρα του και δεν αντιμιλά ποτέ. Η εικόνα του εαυτού της στις αναμνήσεις της είναι μια ιστορική επιθυμία -εκπλήρωση, μια αναθεώρηση του εαυτού της σε ένα «καλό κορίτσι», το οποίο δεν μπορεί να βλάψει ποτέ κανέναν.
Η πλοκή είναι στημένη με τρόπο που ο αναγνώστης να μπορεί να παρατηρήσει τον παραλληλισμό μεταξύ της Ετσούκο και της Σατσίκο που αν και εμφανίζονται διαφορετικές είναι τελικά οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Και οι δύο δικαιολογούν συνεχώς τις πράξεις τους. Και οι δύο υπενθυμίζουν συνεχώς ότι έχουν λάβει σωστές αποφάσεις. Όταν η Σατσίκο αποφασίζει ότι θέλει να φύγει από την Ιαπωνία, προσπαθεί επανειλημμένα να πείσει την Ετσούκο ότι ‘έχει σκεφτεί το καλό της κόρης της σχολαστικά’. Η Ετσούκο σπανίως σχολιάζει τις προσωπικές υποθέσεις της Σατσίκο. Ωστόσο, η Σατσίκο επαναλαμβάνει συνεχώς: ‘Ξέρεις δεν ντρέπομαι για τίποτα από όσα έχω κάνει. Είσαι ελεύθερη να με ρωτήσεις ό,τι θέλεις. Για παράδειγμα, Ετσούκο, γιατί δεν με ρωτάς ποτέ για τον «φίλο» μου, όπως επιμένεις να τον αποκαλείς; Δεν υπάρχει τίποτα το μεμπτό. Γιατί, Ετσούκο, άρχισες ήδη να κοκκινίζεις;’
Αλλά και η Ετσούκο που ποτέ δεν αναφέρεται ανοιχτά στις συνθήκες κάτω από τις οποίες έφυγε από την Ιαπωνία, μετά από μια συζήτηση με την κόρη της σκέφτεται : ‘Ωστόσο, όλα αυτά έχουν συμβεί καιρό πριν, και δεν έχω καμία επιθυμία να τα σκεφτώ ξανά. Τα κίνητρά μου για να φύγω από την Ιαπωνία ήταν δικαιολογημένα, και ξέρω πως πάντα φρόντιζα για το καλό της Κέικο. Δεν έχουμε τίποτα να κερδίσουμε με το να συζητάμε ξανά αυτά τα θέματα.’
Είναι η Ετσούκο λοιπόν που πήρε την κόρη της σε άλλη χώρα, προφανώς ακολουθώντας έναν άλλο άνδρα, η Ετσούκο που έδωσε προτεραιότητα στη δική της ζωή και υποτίμησε τις ανάγκες του παιδιού της. Η Ετσούκο είναι τώρα, μετά το θάνατο του παιδιού της, μια γυναίκα αδύναμη και πνιγμένη στις ενοχές. Δεν μπορεί να παραδεχτεί τις ευθύνες της ούτε στον ίδιο της τον εαυτό. Ο μόνος τρόπος που βρίσκει για να βγει από αυτό το αδιέξοδο και να λύσει τον κόμπο της ζωής της είναι να μιλήσει για την ιστορία της σαν να είναι η ιστορία ενός άλλου. Έτσι οι ενοχές αντιμετωπίζονται πιο εύκολα. Και όταν η Ετσούκο βλέπει την αλήθεια της λέει στη Νίκι: ‘Αλλά ξέρεις, Νίκι, πάντα ήξερα, πάντα ήξερα πως δε θα ήταν ευτυχισμένη εδώ πέρα. Αλλά, παρ’ όλα αυτά, εγώ αποφάσισα να τη φέρω.’
O Ισιγκούρο, με υποδειγματική λεπτότητα, αφήνει την αλήθεια της ιστορίας να βγει μέσα από τις ομιλίες και τις πράξεις των χαρακτήρων του χωρίς ποτέ να δίνει έτοιμα τα συμπεράσματα στον αναγνώστη. Είναι από εκείνα τα βιβλία που σε οδηγούν να σκεφτείς και να ψάξεις για να βρεις την αλήθεια της ιστορίας.
Το βιβλίο ‘Αχνή θέα των λόφων’ κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΨΥΧΟΓΙΟΣ σε μετάφραση Αργυρώς Μαντόγλου.
Εκδόσεις : ΨΥΧΟΓΙΟΣ
Reblogged this on worldtraveller70.
Μου αρέσει!Μου αρέσει!