Η ΤΕΤΡΑΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΝΑΠΟΛΗΣ – μέρος α’

στις

Η τετραλογία της Νάπολης αποτελεί τα τελευταία χρόνια ένα σημαντικό λογοτεχνικό γεγονός τόσο στην Ιταλία όσο και στον υπόλοιπο κόσμο. Το έργο που έχει τιμηθεί με το βραβείο Strega στην Ιταλία και ήδη μεταφέρεται σε τηλεοπτική σειρά, έχει απασχολήσει όλα τα μεγάλα λογοτεχνικά περιοδικά. Τα προηγούμενα βιβλία της Έλενα Φερράντε έχουν ανατυπωθεί και η σαφήνεια του στυλ της και η ακρίβεια με την οποία περιγράφει τα σύνθετα συναισθήματα των ηρώων της έχουν επαινεθεί κατ’ επανάληψη.

Για μια τόσο σημαντική συγγραφέα, είναι πιστεύω άδικο να χύνεται τόσο μελάνι στην προσπάθεια εξακρίβωσης της ταυτότητάς της. Η απόφαση της Φερράντε να παραμείνει έξω από τα φώτα της δημοσιότητας, έχει ιντριγκάρει εδώ και χρόνια τους δημοσιογράφους που ισχυρίζονται από καιρού εις καιρόν ότι την έχουν εντοπίσει. Η ίδια δεν εμφανίζεται πουθενά, δεν έχει δώσει στοιχεία του βιογραφικού της, δεν συμμετέχει στην προώθηση των βιβλίων της και δεν παραλαμβάνει τα βραβεία που κερδίζει.

Όποια κι αν είναι όμως, αυτό που έχει πραγματικά σημασία είναι ότι γράφει και μαγεύει με το γράψιμό της τους απανταχού αναγνώστες της.

Με την τετραλογία της Νάπολης,  η Έλενα Φερράντε μας εισάγει στον κόσμο δύο φιλενάδων των οποίων η ζωή αλλάζει κατά τη διάρκεια 60 χρόνων ξεκινώντας από τη δεκαετία του ‘50. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, η φλογερή Ραφαέλλα ή Λίλα, και η αφηγήτρια Έλενα ή Λενού, κάνουν το ταξίδι αυτό μαζί σαν κόρες, σύζυγοι, μητέρες αλλά πάνω από όλα σαν γυναίκες, διατηρώντας ταυτόχρονα μεταξύ τους μια σύνθετη και κατά καιρούς συγκρουσιακή σχέση.  Η θέση της γυναίκας στην κοινωνία, τα θέματα της φιλίας, της οικογένειας, της εκπαίδευσης, των χρημάτων και των φιλοδοξιών παρουσιάζονται με φόντο τη φτωχή Νάπολη, αντανακλώντας το μεγαλύτερο κομμάτι της ιστορίας του 20ου αιώνα στην Ιταλία.

Η τετραλογία της Νάπολης κυκλοφορεί στην Ελλάδα από τις εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗΣ. Την μετάφραση των βιβλίων έχει κάνει η Δήμητρα Δότση η οποία ακούραστα συμμετέχει στις άπειρες συζητήσεις που διοργανώνονται για την Λίλα και τη Λενού για τις οποίες αισθάνεται «σκιώδης φίλη τους».

Τα βιβλία με τη σειρά που εκδόθηκαν είναι :

Αν ο αναγνώστης της Τετραλογίας της Νάπολης παρασυρθεί από τα ρομαντικά εξώφυλλα των βιβλίων (τα ίδια σε όλο τον κόσμο), εντούτοις, είναι αδύνατο να παραβλέψει την μεγάλη δύναμη που βρίσκεται στην αφοπλιστική ειλικρίνεια με την οποία η Έλενα Γκρέκο φανερώνει τις βαθύτερες σκέψεις της, τις επιθυμίες και τους φόβους της. Όλα όσα κανείς διστάζει να παραδεχτεί ακόμη και στον ίδιο του τον εαυτό η Φερράντε τα αναπτύσσει με μια μοναδική οξυδέρκεια και ακρίβεια. Ωστόσο, το μυθιστόρημά της δεν είναι μόνο μια υπέροχη τοιχογραφία της ψυχολογίας των ηρώων της, αλλά και ένα παράθυρο στην Ιστορία, συμπύκνωση του προσωπικού και κοινωνικού πλαισίου στο οποίο κινούνται οι χαρακτήρες. Η Ιστορία, είναι  μέρος των βιογραφιών αυτών των χαρακτήρων και όλοι τους προσπαθούν να την επηρεάσουν αλλάζοντας το πεπρωμένο τους. Ο κομμουνιστής Πασκουάλε, ο εγκληματίας Μικέλε, ο ιδεαλιστής Νίνο, η αδελφή της Λενού, ο αδελφός της Λίλας, οι σύζυγοι, τα παιδιά, οι εραστές, οι γείτονες των δύο κοριτσίών εμφανίζονται σαν μέλη μιας μεγάλης οικογένειας που είναι δύσκολο να την εγκαταλείψεις αλλά που όσο μένεις εκεί αποκλείεται και να ωριμάσεις.

Η φιλία της Λίλας και της Λενού που μεγαλώνουν σε μια φτωχή γειτονιά της Νάπολης τη δεκαετία του ’50 και το διαρκές παιχνίδι τους με τα όρια, στην αγωνιώδη αναζήτηση της αλήθειας, είναι το πλαίσιο του μυθιστορήματος. Η Λίλα είναι ένα ασυνήθιστο και ατρόμητο παιδί που τρέπει σε φυγή  ακόμα και τα μεγαλύτερά της αγόρια με την ψυχραιμία και την αποφασιστικότητά της. Η Λενού από την άλλη είναι μάλλον ένα πιο ήσυχο και υπάκουο κορίτσι και ίσως γι’ αυτό παρασύρεται εύκολα στα άγρια παιχνίδια της Λίλας. Η φιλία τους ξεκινάει τη μέρα που η Λενού αντιδρώντας στη συμπεριφοράς της Λίλας που της πέταξε την κούκλα της, ρίχνει στο ίδιο υπόγειο την κούκλα της Λίλας. Όταν τα δύο κορίτσια πάνε να βρουν τις κούκλες τους, εκείνες έχουν εξαφανιστεί και – σύμφωνα με τη Λίλα- τις έχει πάρει ο τρομερός Δον Ακίλλε «ο δράκος του παραμυθιού», ο φόβος και ο τρόμος της γειτονιάς.

Αυτό το φαινομενικά ασήμαντο επεισόδιο είναι το κλειδί για τη σχέση της Λίλας και της Λενού. Από το συμβάν με τις δύο κούκλες και την επίσκεψη στον Δον Ακίλλε δημιουργείται ένας ισχυρός δεσμός αγάπης και μίσους, εξάρτησης και ανάγκης αυτονομίας, πίστης και δυσπιστίας μεταξύ των δύο κοριτσιών. Η Λίλα δεν είναι μόνο η απείθαρχη και απρόβλεπτα γενναία κόρη ενός τσαγκάρη. Είναι επίσης ένα κορίτσι με ένα εξαιρετικό μυαλό, κάτι που ταυτόχρονα ενοχλεί αλλά και ενθουσιάζει τη Λενού. Η Λίλα ξέρει να διαβάζει πριν απ’ όλα τα άλλα παιδιά της τάξης της και έχει την ικανότητα να μαθαίνει οτιδήποτε την ενδιαφέρει. Είναι όμως απότομη και απόλυτη στις κρίσεις της για τους συνομηλίκους της κάτι που φαίνεται να την αποξενώνει από αυτούς. Η Λενού είναι μαγεμένη από το χαρισματική Λίλα και θα περάσει το υπόλοιπο της ζωής της προσπαθώντας να την μιμηθεί ή και να την ξεπεράσει.

πηγή: http://time.com/4010504/neapolitan-novels-history/

Ο ανταγωνισμός που έχει δημιουργηθεί ανάμεσα στα δύο κορίτσια για τις επιδόσεις τους στο σχολείο, διακόπτεται, αφού και οι δύο είναι κόρες της εργατικής τάξης και καμία τους δεν προορίζεται να συνεχίσει τις σπουδές της μετά την υποχρεωτική πενταετία στο δημοτικό σχολείο. Οι οικογένειές τους δεν διαθέτουν τους πόρους για να τις στείλουν στο πιο απαιτητικό γυμνάσιο, ούτε μπορούν να θυσιάσουν την συμβολή τους στην ενίσχυση των οικονομικών της οικογένειας. Εντούτοις, ενώ η οικογένεια της Λίλα υπακούει σε αυτόν τον κανόνα – παρά το πολύ κλάμα και την οργή από την ίδια τη Λίλα που δεν θέλει τίποτα άλλο παρά να συνεχίσει τις σπουδές της – η οικογένεια της Λενού αποφασίζει τελικά να της επιτρέψει να συνεχίσει το σχολείο. Αυτό το γεγονός σηματοδοτεί την αρχή των πολλών στιγμών χωρισμού και επανένωσης μεταξύ των δύο φιλενάδων. Η Λενού μπορεί να συνεχίσει να καλλιεργεί το μυαλό της και να ονειρεύεται αυτή την κοινωνική αναβάθμιση που και οι δύο κατανοούν ότι μπορεί να επιτευχθεί είτε μέσω της εκπαίδευσης είτε μέσω του γάμου με έναν άνθρωπο από ανώτερη τάξη. Η Λενού το επιδιώκει παρακολουθώντας ένα κλασσικό λύκειο και στη συνέχεια διεκδικώντας μια υποτροφία από το πανεπιστήμιο της Πίζα. Η Λίλα, από την άλλη πλευρά, επιλέγει την άλλη λύση – τη μόνη που της απέμεινε – και παντρεύεται τον πλούσιο παντοπώλη της περιοχής. Η Λενού τελικά, καταφέρνει να ξεκολλήσει από το φτωχό και βίαιο περιβάλλον που μεγάλωσε ενώ η Λίλα δεν κατάφερε ποτέ να απαγκιστρωθεί από τη Ναπολιτάνικη γειτονιά και τον κόσμο της. Κι όμως, η Λενού που τελείωσε το πανεπιστήμιο, που έγινε διάσημη συγγραφέας, που παντρεύτηκε έναν ακαδημαϊκό από μια γνωστή οικογένεια, θα αισθάνεται πάντοτε κατώτερη από τη Λίλα, η οποία αγωνίζεται διαρκώς τόσο στον επαγγελματικό τομέα όσο και στην προσωπική της ζωή.

Η ιστορία που γράφει η Λενού για τη φιλία της με τη Λίλα  είναι η ιστορία των συναισθηματικών και πνευματικών χρεών – πλασματικών και πραγματικών – που αισθάνεται πως έχει προς την λαμπερή και εκτός ορίων Λίλα. Εκτός όμως από αυτό η εξομολογητική αυτή ιστορία της Λενού είναι επίσης μια μαρτυρία για τη μεταπολεμική Ιταλία.  Μια μαρτυρία για τα χρόνια της ανασυγκρότησης από τα ερείπια του πολέμου, τα χρυσά χρόνια της εκβιομηχάνισης και των κοινωνικών αλλαγών, τα χρόνια του φοιτητικού κινήματος, η σεξουαλική επανάσταση, ο φεμινισμός και η άνοδος του Κομμουνιστικού Κόμματος, αλλά και τα χρόνια της τρομοκρατίας και της αργής φάσης της κοινωνικής αποσύνθεσης, με τους πρώην ριζοσπάστες φοιτητές να μετατρέπονται σε διεφθαρμένους παίκτες που ελέγχουν τους δημόσιους και ιδιωτικούς φορείς της χώρας.

πηγή: https://www.themonthly.com.au/issue/2015/october/1443621600/helen-elliott/ferrantissimo

Αγκαλιαστήκαμε, φιληθήκαμε. Της είπα ότι θα ερχόμουν να την ξαναδώ, ότι δεν ήθελα να τη χάσω και ήμουν ειλικρινής. Εκείνη χαμογέλασε και μουρμούρισε : «Ναι, ούτε κι εγώ θέλω να σε χάσω». Ένιωσα πως κι εκείνη ήταν ειλικρινής.

Απομακρύνθηκα πολύ ταραγμένη. Μέσα μου πάλευα να την αποχωριστώ, με κατέκλυζε η παλιά πεποίθηση ότι χωρίς εκείνη δε θα μου συνέβαινε τίποτα σημαντικό, ποτέ, κι ωστόσο ένιωθα την ανάγκη να το βάλω στα πόδια, για να μη νιώθω πια στα ρουθούνια μου τη μυρωδιά της λίγδας που κουβαλούσε πάνω της. Έπειτα από μερικά βιαστικά βήματα δεν άντεξα, έστρεψα το κεφάλι για να την ξαναχαιρετήσω. Την είδα να στέκεται δίπλα στη φωτιά δίχως τίποτε το γυναικείο μ’ εκείνη τη φορεσιά της, και να ξεφυλλίζει τη Γαλάζια νεράιδα. Άξαφνα, την πέταξε στη φωτιά. (το νέο όνομα, σελ. 576)

 

Συνεχίζεται……